γροσφομάχος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
(6_17)
(8)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γροσφομάχος''': -ον, ὁ [[μετὰ]] γρόσφου μαχόμενος, οἱ Γρ. , οἱ παρὰ Ρωμαίοις Velites, Πολύβ. 1. 33, 9. , 6. 21, 7˙ πρβλ. [[γροσφοφόρος]].
|lstext='''γροσφομάχος''': -ον, ὁ [[μετὰ]] γρόσφου μαχόμενος, οἱ Γρ. , οἱ παρὰ Ρωμαίοις Velites, Πολύβ. 1. 33, 9. , 6. 21, 7˙ πρβλ. [[γροσφοφόρος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[γροσφομάχος]], -ον (Α)<br />[[Ρωμαίος]] [[στρατιώτης]] που πολεμάει με τον γρόσφο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γρόσφος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]].
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γροσφομάχος Medium diacritics: γροσφομάχος Low diacritics: γροσφομάχος Capitals: ΓΡΟΣΦΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: grosphomáchos Transliteration B: grosphomachos Transliteration C: grosfomachos Beta Code: grosfoma/xos

English (LSJ)

ον,

   A fighting with the γρόσφος, οἱ γ., = Lat. velites, Plb.1.33.9, 6.21.7.

German (Pape)

[Seite 507] mit dem γρόσφος kämpfend, Pol. 1, 33, 9. 6, 21, 7.

Greek (Liddell-Scott)

γροσφομάχος: -ον, ὁ μετὰ γρόσφου μαχόμενος, οἱ Γρ. , οἱ παρὰ Ρωμαίοις Velites, Πολύβ. 1. 33, 9. , 6. 21, 7˙ πρβλ. γροσφοφόρος.

Greek Monolingual

γροσφομάχος, -ον (Α)
Ρωμαίος στρατιώτης που πολεμάει με τον γρόσφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γρόσφος + -μάχος < μάχομαι.