δεκαταρχία: Difference between revisions

From LSJ

ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone

Source
(big3_10)
(8)
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[grupo o cuadrilla de diez hombres]] esp. trabajadores οἱ ... βασιλικοὶ γεωργοὶ οἱ ... τῆς Ἀπολλωνίου δεκαταρχίας Wilcken <i>Chr</i>.304.8 (III a.C.), cf. <i>PRyl</i>.663.2.10 (III a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[decurionato]], [[cargo de decurión]] (cf. [[δεκατάρχης]] 2) <i>PCair.Isidor</i>.63.19 (III d.C.), cf. <i>Gloss</i>.2.510; cf. [[δεκαδαρχία]].
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[grupo o cuadrilla de diez hombres]] esp. trabajadores οἱ ... βασιλικοὶ γεωργοὶ οἱ ... τῆς Ἀπολλωνίου δεκαταρχίας Wilcken <i>Chr</i>.304.8 (III a.C.), cf. <i>PRyl</i>.663.2.10 (III a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[decurionato]], [[cargo de decurión]] (cf. [[δεκατάρχης]] 2) <i>PCair.Isidor</i>.63.19 (III d.C.), cf. <i>Gloss</i>.2.510; cf. [[δεκαδαρχία]].
}}
{{grml
|mltxt=[[δεκαταρχία]], η (Α) [[δεκάταρχος]]<br /><b>1.</b> [[ομάδα]] εργασίας [[δέκα]] γεωργών, υλοτόμων κ.λπ.<br /><b>2.</b> το [[αξίωμα]] του δεκατάρχη.
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκᾰταρχία Medium diacritics: δεκαταρχία Low diacritics: δεκαταρχία Capitals: ΔΕΚΑΤΑΡΧΙΑ
Transliteration A: dekatarchía Transliteration B: dekatarchia Transliteration C: dekatarchia Beta Code: dekatarxi/a

English (LSJ)

ἡ (for δεκαδαρχία),

   A group of ten, e.g. cultivators, Wilcken Chr.304 (iii B.C.).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 grupo o cuadrilla de diez hombres esp. trabajadores οἱ ... βασιλικοὶ γεωργοὶ οἱ ... τῆς Ἀπολλωνίου δεκαταρχίας Wilcken Chr.304.8 (III a.C.), cf. PRyl.663.2.10 (III a.C.).
2 decurionato, cargo de decurión (cf. δεκατάρχης 2) PCair.Isidor.63.19 (III d.C.), cf. Gloss.2.510; cf. δεκαδαρχία.

Greek Monolingual

δεκαταρχία, η (Α) δεκάταρχος
1. ομάδα εργασίας δέκα γεωργών, υλοτόμων κ.λπ.
2. το αξίωμα του δεκατάρχη.