δηλητηριώδης: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(big3_11)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ες<br /><b class="num">1</b> [[nocivo]], [[dañino]], [[mortal]], [[venenoso]] ποιότης Steph.<i>in Gal</i>.305, 329, Gr.Nyss.<i>Pss</i>.85.17, cf. Ael.Prom.64.37, [[ἀναθυμίασις]] δ. καὶ πονηρά Aët.5.95, cf. Paul.Aeg.2.34, Dauid <i>Prol</i>.32.26, ὑδράργυρος Zos.Alch.201.15, [[δύναμις]] Aët.1.18, cf. 399, 413, Paul.Aeg.7.3 (p.271)<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ θεριώδη [[los animales venenosos]] Nemes.<i>Nat.Hom</i>.M.40.532A.<br /><b class="num">2</b> fig. [[pernicioso]] Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.561.
|dgtxt=-ες<br /><b class="num">1</b> [[nocivo]], [[dañino]], [[mortal]], [[venenoso]] ποιότης Steph.<i>in Gal</i>.305, 329, Gr.Nyss.<i>Pss</i>.85.17, cf. Ael.Prom.64.37, [[ἀναθυμίασις]] δ. καὶ πονηρά Aët.5.95, cf. Paul.Aeg.2.34, Dauid <i>Prol</i>.32.26, ὑδράργυρος Zos.Alch.201.15, [[δύναμις]] Aët.1.18, cf. 399, 413, Paul.Aeg.7.3 (p.271)<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ θεριώδη [[los animales venenosos]] Nemes.<i>Nat.Hom</i>.M.40.532A.<br /><b class="num">2</b> fig. [[pernicioso]] Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.561.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[δηλητηριώδης]], -ες) [[δηλητήριον]]<br />αυτός που περιέχει δηλητηριώδεις ουσίες, ο [[φαρμακερός]] (α. «δηλητηριώδη [[οξέα]]» β. «[[βελένιον]] τὸ δηλητηριῶδες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που χύνει [[δηλητήριο]] («[[δηλητηριώδης]] όφις»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δηλητηριώδεις εκφράσεις, λόγοι κ.λπ.» — προσβλητικοί, πειρακτικοί.
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δηλητηριώδης Medium diacritics: δηλητηριώδης Low diacritics: δηλητηριώδης Capitals: ΔΗΛΗΤΗΡΙΩΔΗΣ
Transliteration A: dēlētēriṓdēs Transliteration B: dēlētēriōdēs Transliteration C: dilitiriodis Beta Code: dhlhthriw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A noxious, Dav.Proll.32.26.

German (Pape)

[Seite 560] ες, schädlich, giftig; Arist. plant. 1, 7; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

δηλητηριώδης: -ες, βλαπτικός, «φαρμακερός», Ἀριστ. Φυτ. 1. 7, 2.

Spanish (DGE)

-ες
1 nocivo, dañino, mortal, venenoso ποιότης Steph.in Gal.305, 329, Gr.Nyss.Pss.85.17, cf. Ael.Prom.64.37, ἀναθυμίασις δ. καὶ πονηρά Aët.5.95, cf. Paul.Aeg.2.34, Dauid Prol.32.26, ὑδράργυρος Zos.Alch.201.15, δύναμις Aët.1.18, cf. 399, 413, Paul.Aeg.7.3 (p.271)
subst. τὰ θεριώδη los animales venenosos Nemes.Nat.Hom.M.40.532A.
2 fig. pernicioso Gr.Nyss.Eun.2.561.

Greek Monolingual

-ες (AM δηλητηριώδης, -ες) δηλητήριον
αυτός που περιέχει δηλητηριώδεις ουσίες, ο φαρμακερός (α. «δηλητηριώδη οξέα» β. «βελένιον τὸ δηλητηριῶδες», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. (για ζώα) αυτός που χύνει δηλητήριοδηλητηριώδης όφις»)
2. φρ. «δηλητηριώδεις εκφράσεις, λόγοι κ.λπ.» — προσβλητικοί, πειρακτικοί.