διακάρδιος: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht

Menander, Monostichoi, 274
(big3_11)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[que traspasa el corazón]] ὀδύνη I.<i>AI</i> 19.346.
|dgtxt=-ον [[que traspasa el corazón]] ὀδύνη I.<i>AI</i> 19.346.
}}
{{grml
|mltxt=[[διακάρδιος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[διακάρδιος]] [[ὀδύνη]]» — [[πόνος]] που διαπερνάει την [[καρδιά]], που σφάζει την [[καρδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>διά</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρδιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[καρδία]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[μελανοκάρδιος]], [[σπαραξικάρδιος]])].
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακάρδιος Medium diacritics: διακάρδιος Low diacritics: διακάρδιος Capitals: ΔΙΑΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: diakárdios Transliteration B: diakardios Transliteration C: diakardios Beta Code: diaka/rdios

English (LSJ)

ον,

   A heart-piercing, ὀδύνη J.AJ19.8.2.

German (Pape)

[Seite 581] durchs Herz gehend, ὀδύνη Ios.

Greek (Liddell-Scott)

διακάρδιος: -ον, ὁ τὴν καρδίαν διαπερνῶν, διατρυπῶν, ὀδύνη Ἰώσηπ. Ι. Α. 19. 8, 2.

Spanish (DGE)

-ον que traspasa el corazón ὀδύνη I.AI 19.346.

Greek Monolingual

διακάρδιος, -ον (Α)
φρ. «διακάρδιος ὀδύνη» — πόνος που διαπερνάει την καρδιά, που σφάζει την καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -κάρδιος < καρδία (πρβλ. μελανοκάρδιος, σπαραξικάρδιος)].