διάπλεγμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(big3_11)
(9)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό [[trama del telar]], Eust.1571.56.
|dgtxt=-ματος, τό [[trama del telar]], Eust.1571.56.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[διάπλεγμα]]) [[διαπλέκω]]<br />[[πλέγμα]], πλεκτό [[κατασκεύασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για ύφασμα) συμπλεγμένο ή συνυφασμένο με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάπλεγμα Medium diacritics: διάπλεγμα Low diacritics: διάπλεγμα Capitals: ΔΙΑΠΛΕΓΜΑ
Transliteration A: diáplegma Transliteration B: diaplegma Transliteration C: diaplegma Beta Code: dia/plegma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A woof or web, Eust.1571.56.

Greek (Liddell-Scott)

διάπλεγμα: τό, τὸ μετά τινος συμπεπλεγμένον, ὕφασμα, Εὐστ. 1571. 56.

Spanish (DGE)

-ματος, τό trama del telar, Eust.1571.56.

Greek Monolingual

το (Α διάπλεγμα) διαπλέκω
πλέγμα, πλεκτό κατασκεύασμα
αρχ.
(για ύφασμα) συμπλεγμένο ή συνυφασμένο με κάτι άλλο.