διατάκτης: Difference between revisions
περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts
(big3_11) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> [[el que asigna un puesto o lugar]] c. gen. δ. τῶν ἐνσωματουμένων ψυχῶν el distribuidor de puestos de las almas que se encarnan</i>, <i>Corp.Herm.Fr</i>.26.3<br /><b class="num">•</b>[[el que dispone o fija el orden]] τῶν τοιούτων Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.122.9.<br /><b class="num">2</b> [[el que ordena]], [[el que dirige]], [[guía]] c. gen. del sol y la luna διατάκται ... τῶν ἄλλων (ἀστέρων) Ptol.<i>Tetr</i>.2.9.2, de Dios, Chrys.M.59.570, glos. a κοσμήτωρ Sch.<i>Il</i>.1.16 en <i>POsl</i>.12.3.16. | |dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> [[el que asigna un puesto o lugar]] c. gen. δ. τῶν ἐνσωματουμένων ψυχῶν el distribuidor de puestos de las almas que se encarnan</i>, <i>Corp.Herm.Fr</i>.26.3<br /><b class="num">•</b>[[el que dispone o fija el orden]] τῶν τοιούτων Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.122.9.<br /><b class="num">2</b> [[el que ordena]], [[el que dirige]], [[guía]] c. gen. del sol y la luna διατάκται ... τῶν ἄλλων (ἀστέρων) Ptol.<i>Tetr</i>.2.9.2, de Dios, Chrys.M.59.570, glos. a κοσμήτωρ Sch.<i>Il</i>.1.16 en <i>POsl</i>.12.3.16. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[διατάκτης]])<br />αυτός που διατάζει, [[εντολοδότης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δημόσιος]] [[λειτουργός]] εξουσιοδοτημένος να εκδίδει εντάλματα πληρωμής από το [[δημόσιο]] [[ταμείο]] ή δημοσιολογική [[αρχή]] που εκδίδει εντάλματα πληρωμής από το [[δημόσιο]] [[ταμείο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που επιβάλλει τις διαταγές του, [[αρχηγός]], [[ηγεμόνας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A assigner of posts, Herm. ap. Stob.1.49.69.
German (Pape)
[Seite 605] ὁ, der Anordner, Hermes bei Stob. Ecl. 1 p. 1084.
Greek (Liddell-Scott)
διατάκτης: -ου, ὁ, ἀρχηγός, ἡγεμών, Ἑρμ. Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1084.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 el que asigna un puesto o lugar c. gen. δ. τῶν ἐνσωματουμένων ψυχῶν el distribuidor de puestos de las almas que se encarnan, Corp.Herm.Fr.26.3
•el que dispone o fija el orden τῶν τοιούτων Gr.Nyss.Hom.in Cant.122.9.
2 el que ordena, el que dirige, guía c. gen. del sol y la luna διατάκται ... τῶν ἄλλων (ἀστέρων) Ptol.Tetr.2.9.2, de Dios, Chrys.M.59.570, glos. a κοσμήτωρ Sch.Il.1.16 en POsl.12.3.16.
Greek Monolingual
ο (AM διατάκτης)
αυτός που διατάζει, εντολοδότης
νεοελλ.
δημόσιος λειτουργός εξουσιοδοτημένος να εκδίδει εντάλματα πληρωμής από το δημόσιο ταμείο ή δημοσιολογική αρχή που εκδίδει εντάλματα πληρωμής από το δημόσιο ταμείο
αρχ.
αυτός που επιβάλλει τις διαταγές του, αρχηγός, ηγεμόνας.