διαυχενίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(big3_11)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> intr. [[enderezar el cuello]] διηυχενίζετο πρὸς τὸν ... Λέοντα Eun.<i>Hist</i>.67.7<br /><b class="num">•</b>fig. [[aspirar a]] πρὸς τὸ ἀγέρωχον ... καὶ φιλοκίνδυνον Eun.<i>Hist</i>.78.1.<br /><b class="num">2</b> tr. [[enderezar]], [[arreglar]] ἕτερα δὲ οὐ πολύ τι μείω ἀνωρθοῦτο καὶ διηυχενίζετο Eun.<i>Hist</i>.78.2.
|dgtxt=<b class="num">1</b> intr. [[enderezar el cuello]] διηυχενίζετο πρὸς τὸν ... Λέοντα Eun.<i>Hist</i>.67.7<br /><b class="num">•</b>fig. [[aspirar a]] πρὸς τὸ ἀγέρωχον ... καὶ φιλοκίνδυνον Eun.<i>Hist</i>.78.1.<br /><b class="num">2</b> tr. [[enderezar]], [[arreglar]] ἕτερα δὲ οὐ πολύ τι μείω ἀνωρθοῦτο καὶ διηυχενίζετο Eun.<i>Hist</i>.78.2.
}}
{{grml
|mltxt=[[διαυχενίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> (για άλογα) [[υψώνω]] τον αυχένα<br /><b>2.</b> (για ανθρ.) [[υπερηφανεύομαι]], [[κομπάζω]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαυχενίζομαι Medium diacritics: διαυχενίζομαι Low diacritics: διαυχενίζομαι Capitals: ΔΙΑΥΧΕΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: diauchenízomai Transliteration B: diauchenizomai Transliteration C: diafchenizomai Beta Code: diauxeni/zomai

English (LSJ)

   A hold the neck erect, Eun.Hist.pp.263,272 D.

German (Pape)

[Seite 609] den Nacken zurückwerfen, eigtl. von Pferden, u. übertr., sich brüsten; Suid.; Poll. 1, 218.

Greek (Liddell-Scott)

διαυχενίζομαι: ἀποθ., ὑψῶ τὸν αὐχένα, γαυριῶ, se rengorger, Πολυδ. Α΄, 218, Εὐνάπ. παρὰ Σουΐδ.

Spanish (DGE)

1 intr. enderezar el cuello διηυχενίζετο πρὸς τὸν ... Λέοντα Eun.Hist.67.7
fig. aspirar a πρὸς τὸ ἀγέρωχον ... καὶ φιλοκίνδυνον Eun.Hist.78.1.
2 tr. enderezar, arreglar ἕτερα δὲ οὐ πολύ τι μείω ἀνωρθοῦτο καὶ διηυχενίζετο Eun.Hist.78.2.

Greek Monolingual

διαυχενίζομαι (Α)
1. (για άλογα) υψώνω τον αυχένα
2. (για ανθρ.) υπερηφανεύομαι, κομπάζω.