διαχάσκω: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[abrirse]] τῶν θ' ἁρμονιῶν διαχασκουσῶν las junturas abriéndose</i> fig. del poeta Cratino en decadencia, Ar.<i>Eq</i>.533, ὁ ... τῆς παραλίας (πεύκης) στρογγύλος ... διαχάσκων ταχέως Thphr.<i>HP</i> 3.9.1, σῦκον διαχάσκον πρὸ τοῦ πεπανθέναι un higo que se abre antes de madurar</i> Sch.A.<i>A</i>.492b, cf. Thphr.<i>CP</i> 2.9.12, Plu.2.980b.<br /><b class="num">2</b> [[abrir la boca]] οἱ δὲ κροκόδειλοι ... διαχανόντες παρέχουσι τοὺς ὀδόντας ἐκκαθαίρειν Plu.2.976b, cf. Sch.A.R.2.498-527q, como expresión de admiración ἀμφὶ ... τὰ ξένα καὶ παραλογώτερα τῶν ἀκουσμάτων διακεχηνότες Agath.2.32.4, cf. 5.3.11. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[abrirse]] τῶν θ' ἁρμονιῶν διαχασκουσῶν las junturas abriéndose</i> fig. del poeta Cratino en decadencia, Ar.<i>Eq</i>.533, ὁ ... τῆς παραλίας (πεύκης) στρογγύλος ... διαχάσκων ταχέως Thphr.<i>HP</i> 3.9.1, σῦκον διαχάσκον πρὸ τοῦ πεπανθέναι un higo que se abre antes de madurar</i> Sch.A.<i>A</i>.492b, cf. Thphr.<i>CP</i> 2.9.12, Plu.2.980b.<br /><b class="num">2</b> [[abrir la boca]] οἱ δὲ κροκόδειλοι ... διαχανόντες παρέχουσι τοὺς ὀδόντας ἐκκαθαίρειν Plu.2.976b, cf. Sch.A.R.2.498-527q, como expresión de admiración ἀμφὶ ... τὰ ξένα καὶ παραλογώτερα τῶν ἀκουσμάτων διακεχηνότες Agath.2.32.4, cf. 5.3.11. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διαχάσκω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[διαχαίνω]]<br /><b>2.</b> (για σύκα) [[σκάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
aor. 2 -έχᾰνον: pf. -κέχηνα:—
A gape, yawn, Ar.Eq.533, Thphr.HP3.9.1, Plu.2.976b, 980b; ἀμφί, πρός τι, Agath.2.32, 5.3.
German (Pape)
[Seite 613] = διαχαίνω; Ar. Equ. 533; von Früchten, aufspringen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
διαχάσκω: παλαιότερος τύπος τοῦ διαχαίνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 533, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 3. 9, 1.
French (Bailly abrégé)
s’entrouvrir.
Étymologie: διά, χάσκω.
Spanish (DGE)
1 abrirse τῶν θ' ἁρμονιῶν διαχασκουσῶν las junturas abriéndose fig. del poeta Cratino en decadencia, Ar.Eq.533, ὁ ... τῆς παραλίας (πεύκης) στρογγύλος ... διαχάσκων ταχέως Thphr.HP 3.9.1, σῦκον διαχάσκον πρὸ τοῦ πεπανθέναι un higo que se abre antes de madurar Sch.A.A.492b, cf. Thphr.CP 2.9.12, Plu.2.980b.
2 abrir la boca οἱ δὲ κροκόδειλοι ... διαχανόντες παρέχουσι τοὺς ὀδόντας ἐκκαθαίρειν Plu.2.976b, cf. Sch.A.R.2.498-527q, como expresión de admiración ἀμφὶ ... τὰ ξένα καὶ παραλογώτερα τῶν ἀκουσμάτων διακεχηνότες Agath.2.32.4, cf. 5.3.11.