διάφημος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τὴν ἄνισον πολιτείαν πολιτευόμενοι → those living in an oligarchy or a tyranny

Source
(big3_11)
 
(9)
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[célebre]], <i>Gloss</i>.2.58.
|dgtxt=-ον [[célebre]], <i>Gloss</i>.2.58.
}}
{{grml
|mltxt=[[διάφημος]], -ον (Μ)<br />[[ξακουστός]], [[ονομαστός]] [«[[πάγκαλος]] η [[διάφημος]] η ακουστή [[εκείνη]] (ενν. [[κόρη]]) «].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Spanish (DGE)

-ον célebre, Gloss.2.58.

Greek Monolingual

διάφημος, -ον (Μ)
ξακουστός, ονομαστόςπάγκαλος η διάφημος η ακουστή εκείνη (ενν. κόρη) «].