δίκερως: Difference between revisions
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
(big3_11) |
(9) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ων<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br />[[bicorne]] φύσις de la luna, Orph.<i>Fr</i>.274, cf. <i>AP</i> 5.123 (Phld.), <i>Orac.Sib</i>.5.517, de Pan <i>AP</i> 9.142, de Adonis, Orph.<i>H</i>.56.6<br /><b class="num">•</b>de ciertos animales μώνυχον δὲ καὶ δ. οὐδὲν ὦπται no se ha visto ningún solípedo y a la vez bicorne</i> Arist.<i>HA</i> 499<sup>b</sup>18, δ. καὶ ταυροειδής del insecto ciervo volante, Horap.1.10. | |dgtxt=-ων<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br />[[bicorne]] φύσις de la luna, Orph.<i>Fr</i>.274, cf. <i>AP</i> 5.123 (Phld.), <i>Orac.Sib</i>.5.517, de Pan <i>AP</i> 9.142, de Adonis, Orph.<i>H</i>.56.6<br /><b class="num">•</b>de ciertos animales μώνυχον δὲ καὶ δ. οὐδὲν ὦπται no se ha visto ningún solípedo y a la vez bicorne</i> Arist.<i>HA</i> 499<sup>b</sup>18, δ. καὶ ταυροειδής del insecto ciervo volante, Horap.1.10. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(-ωτος), ο (Α [[δίκερως]], ο, η και [[δίκερως]], -ων)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> ο [[μαύρος]] [[ρινόκερος]] της Αφρικής<br /> <b>αρχ.</b><br /> (για ζώα ή για τη [[σελήνη]]) αυτός που έχει δύο κέρατα.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>δις</i>) <span style="color: red;">+</span> <i>κερως</i> <span style="color: red;"><</span> πιθ. γεν. <i>κέρα</i> (<i>σ</i>)<i>ος</i> της λ. [[κέρας]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άκερως]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
δίκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, δύο κέρατα ἔχων, Ὕμν. Ὁμ. 18.2, Ἀνθ. Π. 6.32, κτλ.· ὡσαύτως δίκερως, ων, Ἀριστ. Ἱ.Ζ.5.4, 32.
French (Bailly abrégé)
ως, ων ; gén. ωτος;
à deux cornes.
Étymologie: δίς, κέρας.
Spanish (DGE)
-ων
• Prosodia: [-ῐ-]
bicorne φύσις de la luna, Orph.Fr.274, cf. AP 5.123 (Phld.), Orac.Sib.5.517, de Pan AP 9.142, de Adonis, Orph.H.56.6
•de ciertos animales μώνυχον δὲ καὶ δ. οὐδὲν ὦπται no se ha visto ningún solípedo y a la vez bicorne Arist.HA 499b18, δ. καὶ ταυροειδής del insecto ciervo volante, Horap.1.10.
Greek Monolingual
(-ωτος), ο (Α δίκερως, ο, η και δίκερως, -ων)
νεοελλ.
ο μαύρος ρινόκερος της Αφρικής
αρχ.
(για ζώα ή για τη σελήνη) αυτός που έχει δύο κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κερως < πιθ. γεν. κέρα (σ)ος της λ. κέρας (πρβλ. άκερως)].