διχάλα: Difference between revisions

From LSJ

τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire

Source
(big3_12)
(9)
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />dór. [[entrepierna]] σκήλη, ὧν τὴν διασχίδα, διχάλαν οἱ παλαιοὶ λέγουσιν Gal.14.707.
|dgtxt=-ας, ἡ<br />dór. [[entrepierna]] σκήλη, ὧν τὴν διασχίδα, διχάλαν οἱ παλαιοὶ λέγουσιν Gal.14.707.
}}
{{grml
|mltxt=η και διχάλι, το (AM [[διχάλα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[αντικείμενο]], [[φυσικό]] ή τεχνητό, με δύο σκέλη<br /><b>2.</b> παιδικό [[παιχνίδι]] με διχαλωτό [[σχήμα]], [[σφεντόνα]], [[λάστιχο]]<br /><b>3.</b> το γεωργικό [[εργαλείο]] [[δίκρανο]]<br /><b>4.</b> το [[σχήμα]] που σχηματίζει το [[κόκαλο]] της [[ωμοπλάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[γωνία]] που σχηματίζουν τα πόδια.
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐχάλα Medium diacritics: διχάλα Low diacritics: διχάλα Capitals: ΔΙΧΑΛΑ
Transliteration A: dichála Transliteration B: dichala Transliteration C: dichala Beta Code: dixa/la

English (LSJ)

ἡ, Dor. for διχήλη, the

   A fork of the legs, Medici ap.Gal. 14.707.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
dór. entrepierna σκήλη, ὧν τὴν διασχίδα, διχάλαν οἱ παλαιοὶ λέγουσιν Gal.14.707.

Greek Monolingual

η και διχάλι, το (AM διχάλα)
νεοελλ.
1. κάθε αντικείμενο, φυσικό ή τεχνητό, με δύο σκέλη
2. παιδικό παιχνίδι με διχαλωτό σχήμα, σφεντόνα, λάστιχο
3. το γεωργικό εργαλείο δίκρανο
4. το σχήμα που σχηματίζει το κόκαλο της ωμοπλάτης
αρχ.
η γωνία που σχηματίζουν τα πόδια.