δοχμόλοφος: Difference between revisions

From LSJ

ἀρχαιότερα τῆς διφθέρας λέγεις → you speak things older than the leather scroll

Source
(big3_12)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />dud. [[de penacho transversal u ondeante]] κῦμα ... δοχμολόφων ἀνδρῶν A.<i>Th</i>.111.
|dgtxt=-ον<br />dud. [[de penacho transversal u ondeante]] κῦμα ... δοχμολόφων ἀνδρῶν A.<i>Th</i>.111.
}}
{{grml
|mltxt=[[δοχμόλοφος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει τον λόφο της περικεφαλαίας γερμένο [[προς]] τη μία [[πλευρά]].
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοχμόλοφος Medium diacritics: δοχμόλοφος Low diacritics: δοχμόλοφος Capitals: ΔΟΧΜΟΛΟΦΟΣ
Transliteration A: dochmólophos Transliteration B: dochmolophos Transliteration C: dochmolofos Beta Code: doxmo/lofos

English (LSJ)

ον,

   A with slanting, nodding plume, A.Th.114 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

δοχμόλοφος: -ον, ἔχων λόφον λοξὸν ἢ νεύοντα, προσκλίνοντα πλαγίως, Αἰσχύλ. Θήβ. 115.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont l’aigrette retombe (sur le casque).
Étymologie: δοχμός, λόφος.

Spanish (DGE)

-ον
dud. de penacho transversal u ondeante κῦμα ... δοχμολόφων ἀνδρῶν A.Th.111.

Greek Monolingual

δοχμόλοφος, -ον (Α)
αυτός που έχει τον λόφο της περικεφαλαίας γερμένο προς τη μία πλευρά.