δυσδιερεύνητος: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(big3_12) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de explorar]] τόπος Pl.<i>R</i>.432c, τὰ στόμια [[αὐτοῦ]] (τοῦ σπηλαίου) D.C.51.26.4<br /><b class="num">•</b>fig., ref. a la búsqueda de la verdad πολλὰ δύσβατα καὶ ἐπίσκια καὶ ... δυσδιερεύνητα Them.<i>Or</i>.21.254d. | |dgtxt=-ον<br />[[difícil de explorar]] τόπος Pl.<i>R</i>.432c, τὰ στόμια [[αὐτοῦ]] (τοῦ σπηλαίου) D.C.51.26.4<br /><b class="num">•</b>fig., ref. a la búsqueda de la verdad πολλὰ δύσβατα καὶ ἐπίσκια καὶ ... δυσδιερεύνητα Them.<i>Or</i>.21.254d. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δυσδιερεύνητος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα διερευνάται. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to search thoroughly, Pl.R. 432c, D.C.51.26, Them.Or.21.254d.
German (Pape)
[Seite 678] schwer zu durchforschen; τόπος Plat. Rep. IV, 432 c; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιερεύνητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ διερευνήσῃ τις, Πλάτ. Πολ. 432C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
diffile à rechercher ou à explorer.
Étymologie: δυσ-, διερευνάω.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de explorar τόπος Pl.R.432c, τὰ στόμια αὐτοῦ (τοῦ σπηλαίου) D.C.51.26.4
•fig., ref. a la búsqueda de la verdad πολλὰ δύσβατα καὶ ἐπίσκια καὶ ... δυσδιερεύνητα Them.Or.21.254d.
Greek Monolingual
δυσδιερεύνητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα διερευνάται.