δουλόβοτος: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(big3_12)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[comido por los esclavos]] τὰ δὲ [[αὑτοῦ]] δουλόβοτα (εἶναι) Philostr.<i>VS</i> 517.
|dgtxt=-ον<br />[[comido por los esclavos]] τὰ δὲ [[αὑτοῦ]] δουλόβοτα (εἶναι) Philostr.<i>VS</i> 517.
}}
{{grml
|mltxt=[[δουλόβοτος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[οὐσία]] [[δουλόβοτος]]» — [[περιουσία]] φαγωμένη από τους δούλους.
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δουλόβοτος Medium diacritics: δουλόβοτος Low diacritics: δουλόβοτος Capitals: ΔΟΥΛΟΒΟΤΟΣ
Transliteration A: doulóbotos Transliteration B: doulobotos Transliteration C: doulovotos Beta Code: doulo/botos

English (LSJ)

ον,

   A eaten up by slaves, τὰ αὑτοῦ Philostr.VS1.21.4.

German (Pape)

[Seite 661] von Sklaven aufgezehrt, Philostr. v. soph. 1, 21, 4.

Greek (Liddell-Scott)

δουλόβοτος: -ον, ὑπὸ δούλων βεβρωμένος, «φαγωμένος» οὐσία δ. Φιλστρ. 517. 33.

Spanish (DGE)

-ον
comido por los esclavos τὰ δὲ αὑτοῦ δουλόβοτα (εἶναι) Philostr.VS 517.

Greek Monolingual

δουλόβοτος, -ον (Α)
φρ. «οὐσία δουλόβοτος» — περιουσία φαγωμένη από τους δούλους.