δουλόβοτος
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
δουλόβοτον, eaten up by slaves, τὰ αὑτοῦ Philostr.VS1.21.4.
Spanish (DGE)
-ον
comido por los esclavos τὰ δὲ αὑτοῦ δουλόβοτα (εἶναι) Philostr.VS 517.
German (Pape)
[Seite 661] von Sklaven aufgezehrt, Philostr. v. soph. 1, 21, 4.
Greek (Liddell-Scott)
δουλόβοτος: -ον, ὑπὸ δούλων βεβρωμένος, «φαγωμένος» οὐσία δ. Φιλστρ. 517. 33.
Greek Monolingual
δουλόβοτος, -ον (Α)
φρ. «οὐσία δουλόβοτος» — περιουσία φαγωμένη από τους δούλους.