δύσχρως: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(big3_12)
(10)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ωτος [[pálido]] οἱ ληθαργικοί Hp.<i>Coac</i>.136.
|dgtxt=-ωτος [[pálido]] οἱ ληθαργικοί Hp.<i>Coac</i>.136.
}}
{{grml
|mltxt=[[δύσχρως]] (-ωτος), ο, η (Α)<br />ο [[δύσχρους]].
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσχρως Medium diacritics: δύσχρως Low diacritics: δύσχρως Capitals: ΔΥΣΧΡΩΣ
Transliteration A: dýschrōs Transliteration B: dyschrōs Transliteration C: dyschros Beta Code: du/sxrws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ,

   A of a bad colour, discoloured, Id.Coac.136.

German (Pape)

[Seite 691] ωτος, von übler Farbe, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

δύσχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, κακὸν ἔχων χρῶμα, κακῶς κεχρωματισμένος, «ξεθωριασμένος», Ἱππ. Κωακ. 137.

Spanish (DGE)

-ωτος pálido οἱ ληθαργικοί Hp.Coac.136.

Greek Monolingual

δύσχρως (-ωτος), ο, η (Α)
ο δύσχρους.