δυσχορήγητος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_12) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de representar]] neutr. subst. τὸ δ. [[la dificultad de representar]] διὰ τὰ μήκη τῶν δραμάτων καὶ τὸ δ. Plu.2.712e. | |dgtxt=-ον<br />[[difícil de representar]] neutr. subst. τὸ δ. [[la dificultad de representar]] διὰ τὰ μήκη τῶν δραμάτων καὶ τὸ δ. Plu.2.712e. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δυσχορήγητος]], -ον (Α)<br />(για [[δράμα]]) αυτό που απαιτεί [[μεγάλη]] [[δαπάνη]] για να παρασταθεί και για το οποίο δύσκολα βρίσκεται [[χορηγός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A difficult to stage, Plu.2.712e.
German (Pape)
[Seite 691] durch großen Aufwand schwierig, Plut. Symp. 7, 8, 4.
Greek (Liddell-Scott)
δυσχορήγητος: -ον, δυσκόλως χορηγούμενος, δύσκολος ἕνεκα τῆς δαπάντης, Πλούτ. 2. 712Ε.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de representar neutr. subst. τὸ δ. la dificultad de representar διὰ τὰ μήκη τῶν δραμάτων καὶ τὸ δ. Plu.2.712e.
Greek Monolingual
δυσχορήγητος, -ον (Α)
(για δράμα) αυτό που απαιτεί μεγάλη δαπάνη για να παρασταθεί και για το οποίο δύσκολα βρίσκεται χορηγός.