ἔγκριτος: Difference between revisions
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
(big3_13) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[aceptado]], [[admitido]] de pers. τῶν πρὸς ἀρετὴν ἔγκριτον γίγνεσθαι Pl.<i>Lg</i>.966d<br /><b class="num">•</b>subst. οἱ ἔγκριτοι [[los admitidos]] al conocimiento de los misterios crist. por la fe, Clem.Al.<i>Strom</i>.6.15.126<br /><b class="num">•</b>de una expresión ἐγκριτώτερον δὲ ἔσται τοῦτο τοῦ προτέρου Sch.Luc.<i>Dem.Enc</i>.3.<br /><b class="num">2</b> [[escogido]], [[selecto]] ἄρνες ref. víctimas sacrificiales especialmente seleccionadas <i>IG</i> 12(9).189.8 (Eretria IV a.C.), ἡ [[ἄχραντος]] καὶ ἔ. ... [[δόξα]] ref. el Espíritu Santo, Didym.<i>Trin</i>.2.1.11<br /><b class="num">•</b>subst. c. gen. partit. ὁ ἔ. [[el elegido]] de San Pedro ὁ ἔ. τῶν ἀποστόλων Basil.M.31.1548A, op. κατεγνωσμένος ‘condenado’, Gr.Naz.M.36.396B, τοῦ λαοῦ μάλιστα τῷ ἐγκρίτῳ τε καὶ καθαρωτάτῳ especialmente a la parte más selecta y pura del pueblo</i> Gr.Naz.M.35.1032B, οἱ ... ἔγκριτοι τῶν ἀποτελεσματικῶν <i>Cat.Cod.Astr</i>.9(1).176.26.<br /><b class="num">3</b> [[auténtico]], [[genuino]] τῶν πνευματικῶν ... ἔ. ἐραστής Cyr.Al.M.69.885A. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[aceptado]], [[admitido]] de pers. τῶν πρὸς ἀρετὴν ἔγκριτον γίγνεσθαι Pl.<i>Lg</i>.966d<br /><b class="num">•</b>subst. οἱ ἔγκριτοι [[los admitidos]] al conocimiento de los misterios crist. por la fe, Clem.Al.<i>Strom</i>.6.15.126<br /><b class="num">•</b>de una expresión ἐγκριτώτερον δὲ ἔσται τοῦτο τοῦ προτέρου Sch.Luc.<i>Dem.Enc</i>.3.<br /><b class="num">2</b> [[escogido]], [[selecto]] ἄρνες ref. víctimas sacrificiales especialmente seleccionadas <i>IG</i> 12(9).189.8 (Eretria IV a.C.), ἡ [[ἄχραντος]] καὶ ἔ. ... [[δόξα]] ref. el Espíritu Santo, Didym.<i>Trin</i>.2.1.11<br /><b class="num">•</b>subst. c. gen. partit. ὁ ἔ. [[el elegido]] de San Pedro ὁ ἔ. τῶν ἀποστόλων Basil.M.31.1548A, op. κατεγνωσμένος ‘condenado’, Gr.Naz.M.36.396B, τοῦ λαοῦ μάλιστα τῷ ἐγκρίτῳ τε καὶ καθαρωτάτῳ especialmente a la parte más selecta y pura del pueblo</i> Gr.Naz.M.35.1032B, οἱ ... ἔγκριτοι τῶν ἀποτελεσματικῶν <i>Cat.Cod.Astr</i>.9(1).176.26.<br /><b class="num">3</b> [[auténtico]], [[genuino]] τῶν πνευματικῶν ... ἔ. ἐραστής Cyr.Al.M.69.885A. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔγκριτος]], -ον)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[διαπρεπής]], [[εξαίρετος]] («[[έγκριτος]] [[δικηγόρος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>οι έγκριτοι</i><br />όσοι ξεχωρίζουν ή διακρίνονται («οι έγκριτοι του χωριού»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που γίνεται [[δεκτός]] ή [[παραδεκτός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:06, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A admitted, accepted, Pl.Lg.966d, IG12(9).189.9 (Eretria, iv B. C.); ἔ. θεά Herod.Med. in Rh.Mus.58.106.
German (Pape)
[Seite 710] für mustergültig befunden, Plat. Legg. XII, 966 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκριτος: -ον, ὁ ἐγκριθείς, ὁ γενόμενος δεκτός, Πλατ. Νόμ. 966D.
Spanish (DGE)
-ον
1 aceptado, admitido de pers. τῶν πρὸς ἀρετὴν ἔγκριτον γίγνεσθαι Pl.Lg.966d
•subst. οἱ ἔγκριτοι los admitidos al conocimiento de los misterios crist. por la fe, Clem.Al.Strom.6.15.126
•de una expresión ἐγκριτώτερον δὲ ἔσται τοῦτο τοῦ προτέρου Sch.Luc.Dem.Enc.3.
2 escogido, selecto ἄρνες ref. víctimas sacrificiales especialmente seleccionadas IG 12(9).189.8 (Eretria IV a.C.), ἡ ἄχραντος καὶ ἔ. ... δόξα ref. el Espíritu Santo, Didym.Trin.2.1.11
•subst. c. gen. partit. ὁ ἔ. el elegido de San Pedro ὁ ἔ. τῶν ἀποστόλων Basil.M.31.1548A, op. κατεγνωσμένος ‘condenado’, Gr.Naz.M.36.396B, τοῦ λαοῦ μάλιστα τῷ ἐγκρίτῳ τε καὶ καθαρωτάτῳ especialmente a la parte más selecta y pura del pueblo Gr.Naz.M.35.1032B, οἱ ... ἔγκριτοι τῶν ἀποτελεσματικῶν Cat.Cod.Astr.9(1).176.26.
3 auténtico, genuino τῶν πνευματικῶν ... ἔ. ἐραστής Cyr.Al.M.69.885A.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔγκριτος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
1. (για πρόσ.) διαπρεπής, εξαίρετος («έγκριτος δικηγόρος»)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. οι έγκριτοι
όσοι ξεχωρίζουν ή διακρίνονται («οι έγκριτοι του χωριού»)
αρχ.
αυτός που γίνεται δεκτός ή παραδεκτός.