ἐγχάραγμα: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(big3_13)
(10)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[carácter inciso]], e.e., [[letra]] δέχου ... θεῖα ἐγχαράγματα Rom.Mel.23.ιαʹ.1.<br /><b class="num">2</b> [[incisión]], [[marca]] en el cuerpo, Sch.Lyc.780.
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[carácter inciso]], e.e., [[letra]] δέχου ... θεῖα ἐγχαράγματα Rom.Mel.23.ιαʹ.1.<br /><b class="num">2</b> [[incisión]], [[marca]] en el cuerpo, Sch.Lyc.780.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἐγχάραγμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εντομή]], [[χαραματιά]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[έδαφος]]) [[κοίλωμα]], [[χαράδρα]].
}}
}}

Revision as of 07:06, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 712] τό, das Eingeschnittene, Eingegrabene, χείμαῤῥοι ποιοῦσιν ἐγχαράγματα κατὰ τὸ πεδίον Pol. 12, 20; Gepräge, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχάραγμα: τό, πᾶν ἐγχαραττόμενον ἐπὶ ἐδάφους, κοίλωμα, χαράδρα, Πολύβ. 12. 20, 4. διάφ. γρ. ἔκρηγμα.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 carácter inciso, e.e., letra δέχου ... θεῖα ἐγχαράγματα Rom.Mel.23.ιαʹ.1.
2 incisión, marca en el cuerpo, Sch.Lyc.780.

Greek Monolingual

το (AM ἐγχάραγμα)
νεοελλ.
εντομή, χαραματιά
αρχ.
(για έδαφος) κοίλωμα, χαράδρα.