εἱλικόεις: Difference between revisions
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
(big3_13) |
(10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(εἱλῐκόεις) -εσσα, -εν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἑλι- Sch.Nic.<i>Th</i>.201b<br />[[ondulado]], [[retorcido]], [[sinuoso]]de serpientes ἀσπίδες Nic.<i>Th</i>.201, cf. Sch.<i>ad loc</i>., δράκων Nonn.<i>D</i>.9.130, de la vid βότρυς Nonn.<i>D</i>.12.343, ref. los bucles del cabello βότρυες εἱλικόεντες Nonn.<i>D</i>.10.182, de los cuernos de los carneros, Opp.<i>C</i>.1.388. | |dgtxt=(εἱλῐκόεις) -εσσα, -εν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἑλι- Sch.Nic.<i>Th</i>.201b<br />[[ondulado]], [[retorcido]], [[sinuoso]]de serpientes ἀσπίδες Nic.<i>Th</i>.201, cf. Sch.<i>ad loc</i>., δράκων Nonn.<i>D</i>.9.130, de la vid βότρυς Nonn.<i>D</i>.12.343, ref. los bucles del cabello βότρυες εἱλικόεντες Nonn.<i>D</i>.10.182, de los cuernos de los carneros, Opp.<i>C</i>.1.388. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εἱλικόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> [[στριφογυριστός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει διακοσμήσεις με έλικες («εἱλικόεσσαι ἀσπίδες»)<br /><b>3.</b> αυτός που προχωρά στριφογυριστά («είλικόεις [[δράκων]]»). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:06, 29 September 2017
English (LSJ)
εσσα, εν,
A = ἕλιξ, ἀσπίδες Nic.Th.201; κτίλοι with crooked horns, Opp.C.1.388; βότρυς Nonn.D.12.343; δράκων ib.9.130.
German (Pape)
[Seite 728] εσσα, εν, p. für ἑλικόεις, gewunden; ἀσπίς Nic. Th. 201; κτίλοι, mit gewundenen Hörnern, Opp. Cyn. 1, 388.
Spanish (DGE)
(εἱλῐκόεις) -εσσα, -εν
• Alolema(s): ἑλι- Sch.Nic.Th.201b
ondulado, retorcido, sinuosode serpientes ἀσπίδες Nic.Th.201, cf. Sch.ad loc., δράκων Nonn.D.9.130, de la vid βότρυς Nonn.D.12.343, ref. los bucles del cabello βότρυες εἱλικόεντες Nonn.D.10.182, de los cuernos de los carneros, Opp.C.1.388.
Greek Monolingual
εἱλικόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. στριφογυριστός
2. αυτός που έχει διακοσμήσεις με έλικες («εἱλικόεσσαι ἀσπίδες»)
3. αυτός που προχωρά στριφογυριστά («είλικόεις δράκων»).