ἐκμηκύνω: Difference between revisions
οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine
(big3_13) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[alargar]], [[prolongar]] τὴν περὶ αὐτῶν ἱστορίαν D.H.11.44, οὐδὲν ... εἰς μακρὸν ἐκμηκύνειν χρόνον D.H.6.83<br /><b class="num">•</b>ret., de períodos, frases [[hacer largo]], [[extenderse en]] τοσαύτην ... περίφρασιν D.H.<i>Dem</i>.7.5, αὐτάς (τὰς διηγήσεις) D.H.<i>Is</i>.14.2, ταῦτα δὲ μέχρι δισχιλίων ἐκμηκύνας στίχων y tras haberse extendido en este tema hasta dos mil líneas</i> D.H.<i>Th</i>.10.4, cf. 19.1, περὶ μὲν οὖν τῶν ἄλλων ἄθλων ... τί [[δεῖ]] παρὰ καιρὸν ἐκμηκύνειν ...; Heraclit.<i>All</i>.33.<br /><b class="num">2</b> intr., en v. med. [[prolongarse]], [[continuar]] (ὁδός) I.<i>BI</i> 7.282, ἀρχὴν ... ἐπὶ πλεῖστον χρόνον ἐκμηκυνθησομένην D.H.1.56. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[alargar]], [[prolongar]] τὴν περὶ αὐτῶν ἱστορίαν D.H.11.44, οὐδὲν ... εἰς μακρὸν ἐκμηκύνειν χρόνον D.H.6.83<br /><b class="num">•</b>ret., de períodos, frases [[hacer largo]], [[extenderse en]] τοσαύτην ... περίφρασιν D.H.<i>Dem</i>.7.5, αὐτάς (τὰς διηγήσεις) D.H.<i>Is</i>.14.2, ταῦτα δὲ μέχρι δισχιλίων ἐκμηκύνας στίχων y tras haberse extendido en este tema hasta dos mil líneas</i> D.H.<i>Th</i>.10.4, cf. 19.1, περὶ μὲν οὖν τῶν ἄλλων ἄθλων ... τί [[δεῖ]] παρὰ καιρὸν ἐκμηκύνειν ...; Heraclit.<i>All</i>.33.<br /><b class="num">2</b> intr., en v. med. [[prolongarse]], [[continuar]] (ὁδός) I.<i>BI</i> 7.282, ἀρχὴν ... ἐπὶ πλεῖστον χρόνον ἐκμηκυνθησομένην D.H.1.56. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐκμηκύνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εκτείνω]] σε όλο το [[μήκος]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[αυξάνω]] τη [[διάρκεια]]<br /><b>3.</b> (για λόγο) [[μιλώ]] διεξοδικά. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:06, 29 September 2017
English (LSJ)
strengthd. for μηκύνω, D.H.1.56 (Pass.), 6.83, J.BJ7.8.3 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 769] verstärktes simplex, D. Hal. 6, 83 u. öfter, bes. von der Rede.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμηκύνω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ μηκύνω, Διον. Ἁλ. 6. 83.
Spanish (DGE)
1 alargar, prolongar τὴν περὶ αὐτῶν ἱστορίαν D.H.11.44, οὐδὲν ... εἰς μακρὸν ἐκμηκύνειν χρόνον D.H.6.83
•ret., de períodos, frases hacer largo, extenderse en τοσαύτην ... περίφρασιν D.H.Dem.7.5, αὐτάς (τὰς διηγήσεις) D.H.Is.14.2, ταῦτα δὲ μέχρι δισχιλίων ἐκμηκύνας στίχων y tras haberse extendido en este tema hasta dos mil líneas D.H.Th.10.4, cf. 19.1, περὶ μὲν οὖν τῶν ἄλλων ἄθλων ... τί δεῖ παρὰ καιρὸν ἐκμηκύνειν ...; Heraclit.All.33.
2 intr., en v. med. prolongarse, continuar (ὁδός) I.BI 7.282, ἀρχὴν ... ἐπὶ πλεῖστον χρόνον ἐκμηκυνθησομένην D.H.1.56.
Greek Monolingual
ἐκμηκύνω (Α)
1. εκτείνω σε όλο το μήκος
2. (για χρόνο) αυξάνω τη διάρκεια
3. (για λόγο) μιλώ διεξοδικά.