ἔκπτυσμα: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(6_22)
(11)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκπτυσμα''': τό, τὸ ἐκπτυσθέν, [[πτύαλον]], [[πτύσμα]], Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 280 (ἴδε ἐν. λ. ἐμπτύσματα)
|lstext='''ἔκπτυσμα''': τό, τὸ ἐκπτυσθέν, [[πτύαλον]], [[πτύσμα]], Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 280 (ἴδε ἐν. λ. ἐμπτύσματα)
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔκπτυσμα]], το (Α)<br />αυτό που έχει φτυστεί, το [[πτύελο]].
}}
}}

Latest revision as of 07:07, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 777] τό, das Ausgespuckte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκπτυσμα: τό, τὸ ἐκπτυσθέν, πτύαλον, πτύσμα, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 280 (ἴδε ἐν. λ. ἐμπτύσματα)

Greek Monolingual

ἔκπτυσμα, το (Α)
αυτό που έχει φτυστεί, το πτύελο.