ἐκτρωσμός: Difference between revisions
From LSJ
(big3_14b) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />medic. [[aborto]] περὶ ἰάσιος ἐκτρωσμοῦ Hp.<i>Mul</i>.1.78 (p.186), ἐκτρωσμοὶ δ' αἱ μέχρι τῶν τετταράκοντα Arist.<i>HA</i> 583<sup>b</sup>12, ἐκτρωσμῷ καὶ βιαίῳ τόκῳ Aret.<i>SD</i> 2.11.10, cf. Ptol.<i>Tetr</i>.3.5.9, Gal.17(2).849, Vett.Val.382.28, como motivo de impureza para entrar en un templo <i>SEG</i> 43.1131.5, 10 (Egipto I a.C.). | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br />medic. [[aborto]] περὶ ἰάσιος ἐκτρωσμοῦ Hp.<i>Mul</i>.1.78 (p.186), ἐκτρωσμοὶ δ' αἱ μέχρι τῶν τετταράκοντα Arist.<i>HA</i> 583<sup>b</sup>12, ἐκτρωσμῷ καὶ βιαίῳ τόκῳ Aret.<i>SD</i> 2.11.10, cf. Ptol.<i>Tetr</i>.3.5.9, Gal.17(2).849, Vett.Val.382.28, como motivo de impureza para entrar en un templo <i>SEG</i> 43.1131.5, 10 (Egipto I a.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐκτρωσμός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[έκτρωση]] που γίνεται ώς τις [[σαράντα]] μέρες της κυήσεως<br /><b>2.</b> επιχειρηθείσα [[έκτρωση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,= foreg., Arist.HA583b12, Aret.SD2.11, Sammelb.3451.5;
A attempted abortion, Hp.Mul.1.78, Ptol.Tetr.116.
German (Pape)
[Seite 784] ὁ, = ἔκτρωσις, Arist. H. A. 8, 3 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτρωσμός: ὁ, = τῷ προηγ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 3, 7.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
medic. aborto περὶ ἰάσιος ἐκτρωσμοῦ Hp.Mul.1.78 (p.186), ἐκτρωσμοὶ δ' αἱ μέχρι τῶν τετταράκοντα Arist.HA 583b12, ἐκτρωσμῷ καὶ βιαίῳ τόκῳ Aret.SD 2.11.10, cf. Ptol.Tetr.3.5.9, Gal.17(2).849, Vett.Val.382.28, como motivo de impureza para entrar en un templo SEG 43.1131.5, 10 (Egipto I a.C.).
Greek Monolingual
ἐκτρωσμός, ο (Α)
1. έκτρωση που γίνεται ώς τις σαράντα μέρες της κυήσεως
2. επιχειρηθείσα έκτρωση.