ἐμβάφιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ᾽ Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816
(big3_14b)
(11)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">1</b> cierta [[vasija]] prob. [[salsera]] Hippon.200, Epich.63, cf. <i>SB</i> 9158.6, 15284.9 (ambos V d.C.), <i>PAmst</i>.87.6 (V/VI d.C.), <i>CPR</i> 8.66.9 (VI d.C.), de forma triangular <i>PWash.Univ</i>.59.5 (V d.C.), glos. a παροψίς Hsch.<br /><b class="num">•</b>utilizada como [[lucerna]] τὰ δὲ λύχνα ἐστὶ ἐμβάφια ἔμπλεα ἁλὸς καὶ ἐλαίου Hdt.2.62.<br /><b class="num">2</b> metrol. [[medida de capacidad equiv. a ὀξύβαφον (la cuarta parte de una κοτύλη)]], μὴ πλέον ἢ [[ἐμβάφιον]] ἀπάγειν μέλλει κατὰ τὰς ῥῖνας Hp.<i>Loc.Hom</i>.13, ἐ. ἀττικόν Hp.<i>Mul</i>.2.206, c. gen. σμύρνης ἐ. Hp.<i>Mul</i>.2.209.
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">1</b> cierta [[vasija]] prob. [[salsera]] Hippon.200, Epich.63, cf. <i>SB</i> 9158.6, 15284.9 (ambos V d.C.), <i>PAmst</i>.87.6 (V/VI d.C.), <i>CPR</i> 8.66.9 (VI d.C.), de forma triangular <i>PWash.Univ</i>.59.5 (V d.C.), glos. a παροψίς Hsch.<br /><b class="num">•</b>utilizada como [[lucerna]] τὰ δὲ λύχνα ἐστὶ ἐμβάφια ἔμπλεα ἁλὸς καὶ ἐλαίου Hdt.2.62.<br /><b class="num">2</b> metrol. [[medida de capacidad equiv. a ὀξύβαφον (la cuarta parte de una κοτύλη)]], μὴ πλέον ἢ [[ἐμβάφιον]] ἀπάγειν μέλλει κατὰ τὰς ῥῖνας Hp.<i>Loc.Hom</i>.13, ἐ. ἀττικόν Hp.<i>Mul</i>.2.206, c. gen. σμύρνης ἐ. Hp.<i>Mul</i>.2.209.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐμβάφιον]], το (Α)<br /><b>1.</b> πλατύ [[αγγείο]] για [[τοποθέτηση]] εμβαμμάτων<br /><b>2.</b> (ως [[μέτρο]]) το [[τέταρτο]] της κοτύλης.
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβᾰφιον Medium diacritics: ἐμβάφιον Low diacritics: εμβάφιον Capitals: ΕΜΒΑΦΙΟΝ
Transliteration A: embáphion Transliteration B: embaphion Transliteration C: emvafion Beta Code: e)mba/fion

English (LSJ)

τό,

   A flat vessel for sauces, saucer, Hippon.112; τὰ δὲ λύχνα ἐστὶ ἐμβάφια ἔμπλεα . . ἐλαίου Hdt. 2.62: as a measure,= ὀξύβαφον, Hp.Loc.Hom.13.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβάφιον: τό, πινάκιον δι’ ἐμβάμματα, ζωμοὺς (σάλτσας), Λατ. acetabulum, «ἐμβάφιον · ὀξύβαφον παρὰ Ἱππώνακτι (Ἀπόσπ. 112)» Ἡσύχ., πρβλ. ὀξυβάφιον· τὰ δὲ λύχνα ἐστὶ ἐμβάφια ἔμπλεα... ἐλαίου Ἡρόδ. 2. 62.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vase servant de lampe.
Étymologie: ἐμβάπτω.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 cierta vasija prob. salsera Hippon.200, Epich.63, cf. SB 9158.6, 15284.9 (ambos V d.C.), PAmst.87.6 (V/VI d.C.), CPR 8.66.9 (VI d.C.), de forma triangular PWash.Univ.59.5 (V d.C.), glos. a παροψίς Hsch.
utilizada como lucerna τὰ δὲ λύχνα ἐστὶ ἐμβάφια ἔμπλεα ἁλὸς καὶ ἐλαίου Hdt.2.62.
2 metrol. medida de capacidad equiv. a ὀξύβαφον (la cuarta parte de una κοτύλη), μὴ πλέον ἢ ἐμβάφιον ἀπάγειν μέλλει κατὰ τὰς ῥῖνας Hp.Loc.Hom.13, ἐ. ἀττικόν Hp.Mul.2.206, c. gen. σμύρνης ἐ. Hp.Mul.2.209.

Greek Monolingual

ἐμβάφιον, το (Α)
1. πλατύ αγγείο για τοποθέτηση εμβαμμάτων
2. (ως μέτρο) το τέταρτο της κοτύλης.