ἔμφωνος: Difference between revisions
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
(big3_14) |
(11) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[parlante]], [[dotado de voz]] (ἄνθρωποι) Ael.<i>NA</i> 7.17, (ὄρνιθες) Ael.<i>NA</i> 15.27, [[αὐλός]] Callistr.1, el coloso de Memnón, Callistr.1, τὸ Ἀργῷον σκάφος Callistr.10, τὸ ἄψυχον Chrys.M.50.615, ἔντερα de las ovejas utilizadas como cuerdas de instrumentos musicales <i>Par.Pal</i>.20.1. | |dgtxt=-ον<br />[[parlante]], [[dotado de voz]] (ἄνθρωποι) Ael.<i>NA</i> 7.17, (ὄρνιθες) Ael.<i>NA</i> 15.27, [[αὐλός]] Callistr.1, el coloso de Memnón, Callistr.1, τὸ Ἀργῷον σκάφος Callistr.10, τὸ ἄψυχον Chrys.M.50.615, ἔντερα de las ovejas utilizadas como cuerdas de instrumentos musicales <i>Par.Pal</i>.20.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἔμφωνος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[φωνή]], [[φωνητικός]], [[φωνήεις]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει δυνατή [[φωνή]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔμφωνον</i><br />το να διαθέτει [[κανείς]] [[απλώς]] [[φωνή]] ή δυνατή [[φωνή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εμφώνως</i><br />μεγαλοφώνως, με δυνατή [[φωνή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A vocal, Ael.NA15.27.
German (Pape)
[Seite 821] stimmbegabt, Xen. Hell. 2, 4, 20, vom Herold, mit der v. l. εὔφωνος; von Thieren, Ael. H. A. 15, 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμφωνος: -ον, ἔχων φωνήν, φωνητικός, Αἰλ. π. Ζ. 15. 27. ΙΙ. ἔχων ἰσχυρὰν φωνήν, Ξεν. Ἑλλην. 2. 4, 20.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 doué de la voix;
2 qui a une voix sonore.
Étymologie: ἐν, φωνή.
Spanish (DGE)
-ον
parlante, dotado de voz (ἄνθρωποι) Ael.NA 7.17, (ὄρνιθες) Ael.NA 15.27, αὐλός Callistr.1, el coloso de Memnón, Callistr.1, τὸ Ἀργῷον σκάφος Callistr.10, τὸ ἄψυχον Chrys.M.50.615, ἔντερα de las ovejas utilizadas como cuerdas de instrumentos musicales Par.Pal.20.1.
Greek Monolingual
ἔμφωνος, -ον (AM)
1. αυτός που έχει φωνή, φωνητικός, φωνήεις
2. αυτός που έχει δυνατή φωνή
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔμφωνον
το να διαθέτει κανείς απλώς φωνή ή δυνατή φωνή.
επίρρ...
εμφώνως
μεγαλοφώνως, με δυνατή φωνή.