ἐναιθέριος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(big3_14) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[de lo alto]], [[del cielo]], [[celeste]] τροχάλεια Arat.532, θεοί Poll.1.23, ἦχοι Aristid.Quint.123.23, δυνάμεις op. [[ἐναέριος]] y [[ἔνυδρος]] <i>Placit</i>.1.7.31, σχῆμα <i>PMag</i>.4.1139<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἐναιθέρια [[los seres celestes]] M.Ant.12.24. | |dgtxt=-ον<br />[[de lo alto]], [[del cielo]], [[celeste]] τροχάλεια Arat.532, θεοί Poll.1.23, ἦχοι Aristid.Quint.123.23, δυνάμεις op. [[ἐναέριος]] y [[ἔνυδρος]] <i>Placit</i>.1.7.31, σχῆμα <i>PMag</i>.4.1139<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἐναιθέρια [[los seres celestes]] M.Ant.12.24. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐναιθέριος]], -ον)<br />αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στον αιθέρα, ο [[αιθέριος]], ο [[ουράνιος]] («ἐναιθέριοι θεοί», <b>[[Πολυδ]].</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A in upper air, M.Ant.12.24; θεοί Poll.1.23.
German (Pape)
[Seite 825] im Aether, M. Ant. 12, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναιθέριος: -ον, ἐν τῷ αἰθέρι ὤν, ἐναερίων καὶ ἐναιθερίων Μ. Ἀντων. 12. 24, Πολυδ. Α΄, 23· πρβλ. αἰθέριος.
Spanish (DGE)
-ον
de lo alto, del cielo, celeste τροχάλεια Arat.532, θεοί Poll.1.23, ἦχοι Aristid.Quint.123.23, δυνάμεις op. ἐναέριος y ἔνυδρος Placit.1.7.31, σχῆμα PMag.4.1139
•subst. τὰ ἐναιθέρια los seres celestes M.Ant.12.24.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐναιθέριος, -ον)
αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στον αιθέρα, ο αιθέριος, ο ουράνιος («ἐναιθέριοι θεοί», Πολυδ.).