ἐξαιρέσιμος: Difference between revisions
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
(big3_15) |
(12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[que se quita, extrae o suprime]] ref. a días suprimidos del calendario en diversos ciclos οὐδὲ γίνεται ἐ. ἡ τριακὰς διὰ παντός, ἀλλ' ἡ διὰ τῶν ξ̅γ̅ ἡμερῶν πίπτουσα ἐ. λέγεται no resulta suprimido siempre el (día) treinta (del mes), sino que al que cae cada 63 días se le llama «extraído»</i> Gem.8.56, cf. 55, Arist.<i>Oec</i>.1351<sup>b</sup>15, Cic.2<i>Verr</i>.2.129, λίθος Str.17.1.33, cf. Eust.210.3. | |dgtxt=-ον<br />[[que se quita, extrae o suprime]] ref. a días suprimidos del calendario en diversos ciclos οὐδὲ γίνεται ἐ. ἡ τριακὰς διὰ παντός, ἀλλ' ἡ διὰ τῶν ξ̅γ̅ ἡμερῶν πίπτουσα ἐ. λέγεται no resulta suprimido siempre el (día) treinta (del mes), sino que al que cae cada 63 días se le llama «extraído»</i> Gem.8.56, cf. 55, Arist.<i>Oec</i>.1351<sup>b</sup>15, Cic.2<i>Verr</i>.2.129, λίθος Str.17.1.33, cf. Eust.210.3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐξαιρέσιμος]], -ον) [[εξαιρώ]]<br />αυτός που εξαιρείται ή που μπορεί να εξαιρεθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει ουσιαστικούς λόγους για να εξαιρεθεί («[[ἐξαιρέσιμος]] [[νεοσύλλεκτος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εξαιρέσιμη [[ημέρα]]» — μη εργάσιμη, [[αργία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι» — αυτές που εξαιρούνται από το [[ημερολόγιο]] για να υπάρχει [[συμφωνία]] [[μεταξύ]] ηλιακού και σεληνιακού έτους. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (ἐξαιρέω)
A that can be taken out, ἡμέραι ἐ. days taken out of the calendar, Arist.Oec.1351b15, cf. Cic.Verr.2.2.52.129.
German (Pape)
[Seite 863] herauszunehmen, ἡμέραι Arist. oec. 2, 29; im Ggstz der Schalttage, die man ausfallen läßt, um die Zeitrechnung mit dem Laufe der Sonne u. des Mondes in Uebereinstimmung zu bringen, Cic. Verr. 2, 52.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαιρέσιμος: -ον, (ἐξαιρέω) ὁ ἐξαιρούμενος, ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι, αἱ ἀφαιρούμεναι ἀπὸ τοῦ ἡμερολογίου (ὡς ἐποίει ὁ Μέτων ἀφαιρῶν ἀνὰ μίαν ἡμέραν ἐκ τῶν ἕξ μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ ὅπως ἐπενέγκῃ συμφωνίαν μεταξὺ τοῦ ἡλιακοῦ καὶ τοῦ σεληνιακοῦ ἔτους), Ἀριστ. Οἰκ. 2. 30, 3˙ ἴδε Cic. Verr. 2. 2, 52, Clinton F. H. 2. s. 339, κἑξ. Ἴδε ἐμβόλιμος.
Spanish (DGE)
-ον
que se quita, extrae o suprime ref. a días suprimidos del calendario en diversos ciclos οὐδὲ γίνεται ἐ. ἡ τριακὰς διὰ παντός, ἀλλ' ἡ διὰ τῶν ξ̅γ̅ ἡμερῶν πίπτουσα ἐ. λέγεται no resulta suprimido siempre el (día) treinta (del mes), sino que al que cae cada 63 días se le llama «extraído» Gem.8.56, cf. 55, Arist.Oec.1351b15, Cic.2Verr.2.129, λίθος Str.17.1.33, cf. Eust.210.3.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐξαιρέσιμος, -ον) εξαιρώ
αυτός που εξαιρείται ή που μπορεί να εξαιρεθεί
νεοελλ.
1. αυτός που έχει ουσιαστικούς λόγους για να εξαιρεθεί («ἐξαιρέσιμος νεοσύλλεκτος»)
2. φρ. «εξαιρέσιμη ημέρα» — μη εργάσιμη, αργία
αρχ.
φρ. «ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι» — αυτές που εξαιρούνται από το ημερολόγιο για να υπάρχει συμφωνία μεταξύ ηλιακού και σεληνιακού έτους.