ἐξαναβρύω: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
(big3_15) |
(12) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> ἐξαμβρ- A.<i>Eu</i>.925<br />[[hacer brotar]], [[hacer florecer]] τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι A.l.c., ἐξ ἀδήλων πηγῶν ἐξαναβρύει χύσεις Tz.<i>H</i>.6.73. | |dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> ἐξαμβρ- A.<i>Eu</i>.925<br />[[hacer brotar]], [[hacer florecer]] τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι A.l.c., ἐξ ἀδήλων πηγῶν ἐξαναβρύει χύσεις Tz.<i>H</i>.6.73. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐξαναβρύω]] (AM)<br />[[κάνω]] [[κάτι]] να αναβρύσει, να εκπηγάσει, να χυθεί [[προς]] τα έξω. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 29 September 2017
English (LSJ)
causal of foreg., τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι (Pauw for ἐξαμβρόσαι)
A cause happiness to spring forth from the earth, A.Eu.925 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 867] nur ἐξαμβρῦσαι Aesch. Eum. 885, hervorquellen lassen, hervorlocken.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαναβρύω: κάμνω νὰ ἀναβρύσῃ τι ἔκ τινος, ᾇτ’ ἐγὼ κατεύχομαι... ἐπισσύτους βίου τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι φαιδρὸν ἁλίου σέλας, διὸ ἐγὼ κατεύχομαι τὸ φαιδρὸν σέλας τοῦ ἡλίου νὰ κάμῃ τὴν γῆν ν’ ἀναβρύσῃ ἐν ἀφθονίᾳ ἀγαθὰ χρήσιμα εἰς τὸν βίον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 925· τὰ ἀντίγραφα ἔχουσιν: ἐξαμβρόσαι, ὅπερ οὐδὲν δηλοῖ. Ὁ Scholefield εἰκάζει ἐξαμβράσαι, ὁ Δινδόρφιος προτείνει ἐξαμβρόξαι (ἴδε *βρόχω).
French (Bailly abrégé)
inf. ao. poét. ἐξαμβρῦσαι;
faire jaillir.
Étymologie: ἐξ, ἀναβρύω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐξαμβρ- A.Eu.925
hacer brotar, hacer florecer τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι A.l.c., ἐξ ἀδήλων πηγῶν ἐξαναβρύει χύσεις Tz.H.6.73.
Greek Monolingual
ἐξαναβρύω (AM)
κάνω κάτι να αναβρύσει, να εκπηγάσει, να χυθεί προς τα έξω.