ἐντεροκήλη: Difference between revisions
Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück
(big3_15) |
(12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ης, ἡ<br />medic. [[enterocele]], [[hernia intestinal]] στέλλει δὲ καὶ ἐντεροκήλας καταπλασθέντα Dsc.1.74.2, cf. Gal.11.889, τοὺς πόνους τῶν ἐντεροκηλῶν medic. en <i>PMich</i>.758.F.re.5<br /><b class="num">•</b>concr. [[hernia escrotal]], [[osqueocele]] περὶ δὲ ὄσχεον ἐ. Gal.14.780, cf. Cels.7.18, Orib.50.42.5, <i>Hippiatr</i>.50.1. | |dgtxt=-ης, ἡ<br />medic. [[enterocele]], [[hernia intestinal]] στέλλει δὲ καὶ ἐντεροκήλας καταπλασθέντα Dsc.1.74.2, cf. Gal.11.889, τοὺς πόνους τῶν ἐντεροκηλῶν medic. en <i>PMich</i>.758.F.re.5<br /><b class="num">•</b>concr. [[hernia escrotal]], [[osqueocele]] περὶ δὲ ὄσχεον ἐ. Gal.14.780, cf. Cels.7.18, Orib.50.42.5, <i>Hippiatr</i>.50.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[ἐντεροκήλη]])<br />[[κήλη]] που δημιουργείται από [[πτώση]] τμήματος του εντέρου [[μέσα]] στο όσχεο. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A intestinal hernia, rupture, Dsc.1.74 (pl.), Gal.7.36, Cels.7.18.
German (Pape)
[Seite 855] ἡ, Darmbruch, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντεροκήλη: ἡ, «ὀλίσθημα ἐντέρου εἰς τὸ ὄσχεον εἰς ὄγκον αἰρόμενον» Πολυδ. Δ΄, 203, κοινῶς «κατέβασμα», «σπάσιμον», Διοσκ. 1. 102, Γαλην. ΙΙ. 275D, 396G, ἔκδ. Παρισ.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
medic. enterocele, hernia intestinal στέλλει δὲ καὶ ἐντεροκήλας καταπλασθέντα Dsc.1.74.2, cf. Gal.11.889, τοὺς πόνους τῶν ἐντεροκηλῶν medic. en PMich.758.F.re.5
•concr. hernia escrotal, osqueocele περὶ δὲ ὄσχεον ἐ. Gal.14.780, cf. Cels.7.18, Orib.50.42.5, Hippiatr.50.1.
Greek Monolingual
η (AM ἐντεροκήλη)
κήλη που δημιουργείται από πτώση τμήματος του εντέρου μέσα στο όσχεο.