ἐπικώμιος: Difference between revisions
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
(SL_1) |
(13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ἐπῐκώμῐος</b> <br /> <b>1</b> celebrating a [[victory]] Ἱπποκλέᾳ θέλοντες [[ἀγαγεῖν]] ἐπικωμίαν [[ἀνδρῶν]] κλυτὰν [[ὄπα]] (P. 10.6) ἦν γε μὰν [[ἐπικώμιος]] [[ὕμνος]] δὴ [[πάλαι]] (N. 8.50) n. pro subs., [[victory]] [[song]], ἴδια ναυστολέοντες ἐπικώμια (sc. οἱ Βασσίδαι) (N. 6.32) | |sltr=<b>ἐπῐκώμῐος</b> <br /> <b>1</b> celebrating a [[victory]] Ἱπποκλέᾳ θέλοντες [[ἀγαγεῖν]] ἐπικωμίαν [[ἀνδρῶν]] κλυτὰν [[ὄπα]] (P. 10.6) ἦν γε μὰν [[ἐπικώμιος]] [[ὕμνος]] δὴ [[πάλαι]] (N. 8.50) n. pro subs., [[victory]] [[song]], ἴδια ναυστολέοντες ἐπικώμια (sc. οἱ Βασσίδαι) (N. 6.32) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπικώμιος]], -α, -ον (Α) [[επίκωμος]]<br /><b>1.</b> [[εγκωμιαστικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπικώμια</i><br />τα εγκώμια. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:11, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A of, at, or for a κῶμος or festal procession, ὄψ, ὕμνος, Pi.P.10.6, N.8.50; epith. of Apollo, IGRom.4.1539 (Erythrae); ἐπικώμια, τά, = ἐγκώμια, praises, Pi.N.6.32: sg., -κώμιον revel, Gloss.
German (Pape)
[Seite 955] auch ἐπικωμία ὄψ, Pind. N. 10, 6, = ἐγκώμιος, zum Lobe des Sieges gehörig, ὕμνος N. 8, 50, vgl. 6, 33.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικώμιος: -α, -ον, ἐγκωμιαστικός, Ἱπποκλέᾳ ἐθέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα, «θέλοντές με τὴν ἔνδοξον καὶ ἐγκωμιαστικὴν τῶν χορευτῶν ἐπ’ αὐτὸν τὸν Ἱπποκλέα ἄγειν φωνὴν» (Σχολ.), Πινδ. Π. 10. 9· ἐπικώμιος ὕμνος Ν. 8. 85· ἐπικώμια, τά, = ἐγκώμια, αὐτόθι 6. 56: - ἴδε κῶμος.
English (Slater)
ἐπῐκώμῐος
1 celebrating a victory Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα (P. 10.6) ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι (N. 8.50) n. pro subs., victory song, ἴδια ναυστολέοντες ἐπικώμια (sc. οἱ Βασσίδαι) (N. 6.32)
Greek Monolingual
ἐπικώμιος, -α, -ον (Α) επίκωμος
1. εγκωμιαστικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπικώμια
τα εγκώμια.