ἕρμασις: Difference between revisions
From LSJ
Ῥοπή ‘στιν ἡμῶν ὁ βίος, ὥσπερ ὁ ζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht
(6_8) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἕρμασις''': -εως, ἡ, ([[ἑρμάζω]]) = τῷ ἑπομ., Ἐρωτιαν. σ. 174: ― ἕρμασσις ἐν Ἐπιγρ. Τροιζῆνος, L. et. F. 157a. | |lstext='''ἕρμασις''': -εως, ἡ, ([[ἑρμάζω]]) = τῷ ἑπομ., Ἐρωτιαν. σ. 174: ― ἕρμασσις ἐν Ἐπιγρ. Τροιζῆνος, L. et. F. 157a. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἕρμασις]], δωρ. τ. ἕρμασσις ἡ (Α) [[ερμάζω]]<br />η [[υποστήριξη]], η [[στερέωση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἑρμάζω)
A supporting, Erot. s.v. ἥρμοσται: Dor. ἕρμασσις, αὐλῶν IG4.823.41 (Troezen).
German (Pape)
[Seite 1032] ἡ, = ἑρμασμός, Erot.
Greek (Liddell-Scott)
ἕρμασις: -εως, ἡ, (ἑρμάζω) = τῷ ἑπομ., Ἐρωτιαν. σ. 174: ― ἕρμασσις ἐν Ἐπιγρ. Τροιζῆνος, L. et. F. 157a.
Greek Monolingual
ἕρμασις, δωρ. τ. ἕρμασσις ἡ (Α) ερμάζω
η υποστήριξη, η στερέωση.