εὐκαρπία: Difference between revisions
From LSJ
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
(6_9) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐκαρπία''': ἡ, [[ἀφθονία]] καρποῦ, [[καρποφορία]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 240, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 1, 2: - εὐκάρπεια, ἐν Εὐρ. Τρῳ. 217, κατὰ τὸν Burges. | |lstext='''εὐκαρπία''': ἡ, [[ἀφθονία]] καρποῦ, [[καρποφορία]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 240, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 1, 2: - εὐκάρπεια, ἐν Εὐρ. Τρῳ. 217, κατὰ τὸν Burges. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐκαρπία]]) [[εύκαρπος]]<br />η [[παραγωγή]] άφθονων καρπών, η [[ευφορία]] («πρὸς εὐβλαστίαν καὶ εὐκαρπίαν», Θεόφρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />καλή [[σοδειά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A fruitfulness, IG12.76.45, Arist.Fr.252, Thphr. CP2.1.2; cf. εὐκάρπεια.
German (Pape)
[Seite 1073] ἡ, Reichthum an Früchten, Fruchtbarkeit, Theophr. u. Folgde. S. ε ὐκάρπεια.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκαρπία: ἡ, ἀφθονία καρποῦ, καρποφορία, Ἀριστ. Ἀποσπ. 240, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 1, 2: - εὐκάρπεια, ἐν Εὐρ. Τρῳ. 217, κατὰ τὸν Burges.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐκαρπία) εύκαρπος
η παραγωγή άφθονων καρπών, η ευφορία («πρὸς εὐβλαστίαν καὶ εὐκαρπίαν», Θεόφρ.)
αρχ.
καλή σοδειά.