Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐβίοτος: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(6_17)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐβίοτος''': -ον, ὁ εὐκόλως εὑρίσκων τὴν τροφὴν [[αὐτοῦ]], ἐπὶ τινων ζῳων, Ἀριστ.π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23., 11. 5, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, διάγων βίον καλόν, ἀξιότιμος, Δίων Κ. 52, 39.
|lstext='''εὐβίοτος''': -ον, ὁ εὐκόλως εὑρίσκων τὴν τροφὴν [[αὐτοῦ]], ἐπὶ τινων ζῳων, Ἀριστ.π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23., 11. 5, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, διάγων βίον καλόν, ἀξιότιμος, Δίων Κ. 52, 39.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐβίοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που βρίσκει την [[τροφή]] του εύκολα<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) αυτός που διάγει ενάρετο βίο («[[ὅταν]] σε ὁρῶσι [[κόσμιον]], εὐβίοτον», Δίων Κάσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[βίοτος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>βιώ</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐβίοτος Medium diacritics: εὐβίοτος Low diacritics: ευβίοτος Capitals: ΕΥΒΙΟΤΟΣ
Transliteration A: eubíotos Transliteration B: eubiotos Transliteration C: evviotos Beta Code: eu)bi/otos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A easily finding their food, of certain animals, Arist. HA609b19, 615a18.    II leading an honest life, respectable, D.C. 52.39, prob. in Antioch Astr. in Cat.Cod.Astr.1.110: written -βίωτος in IG5(2).491 (Megalopolis, ii/iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1058] gut, behaglich lebend, im Ggstz von κακόβιος, Thiere, die sich ihren Lebensunterhalt zu verschaffen wissen, καὶ εὐμήχανα πρὸς τὸν βίον Arist. H. A. 9, 11. 16; von Menschen, auf das Sittliche gehend, neben κόσμιος D. Cass. 52, 39.

Greek (Liddell-Scott)

εὐβίοτος: -ον, ὁ εὐκόλως εὑρίσκων τὴν τροφὴν αὐτοῦ, ἐπὶ τινων ζῳων, Ἀριστ.π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23., 11. 5, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, διάγων βίον καλόν, ἀξιότιμος, Δίων Κ. 52, 39.

Greek Monolingual

εὐβίοτος, -ον (Α)
1. (για ζώα) αυτός που βρίσκει την τροφή του εύκολα
2. (για ανθρώπους) αυτός που διάγει ενάρετο βίο («ὅταν σε ὁρῶσι κόσμιον, εὐβίοτον», Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βίοτος (< βιώ)].