εὐπαίδευτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον → there is no greater pain than grief

Source
(6_16)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐπαίδευτος''': -ον, [[καλῶς]] πεπαιδευμένος, [[καλῶς]] ἠσκημένος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· εὐπαίδευτόν ἐστι, [[εἶναι]] [[ἔργον]] ἐμπείρου ἀνδρός, μετ’ ἀπαρ., [[αὐτόθι]] 780· ἐπιστολὴ [[εὐπαίδευτος]], δεικνύουσα τὴν εὐπαιδευσίαν τοῦ γράψαντος αὐτήν, Διον. Ἁλ. πρὸς Γν. Πομπ. ἐν ἀρχῇ. - Ἐπίρρ. -τως, Συγκρ. -ότερον, Ἀθήν. 177Ε.
|lstext='''εὐπαίδευτος''': -ον, [[καλῶς]] πεπαιδευμένος, [[καλῶς]] ἠσκημένος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· εὐπαίδευτόν ἐστι, [[εἶναι]] [[ἔργον]] ἐμπείρου ἀνδρός, μετ’ ἀπαρ., [[αὐτόθι]] 780· ἐπιστολὴ [[εὐπαίδευτος]], δεικνύουσα τὴν εὐπαιδευσίαν τοῦ γράψαντος αὐτήν, Διον. Ἁλ. πρὸς Γν. Πομπ. ἐν ἀρχῇ. - Ἐπίρρ. -τως, Συγκρ. -ότερον, Ἀθήν. 177Ε.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐπαίδευτος]], -ον)<br />μορφωμένος, [[πολυμαθής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δείχνει, που δηλώνει [[πολυμάθεια]] («[[εὐπαίδευτος]] [[ἐπιστολή]]», Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εὐπαίδευτόν ἐστι» — [[είναι]] [[έργο]] μορφωμένου ανθρώπου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευπαιδεύτως</i> (Α εὐπαιδεύτως)<br />με ευπαίδευτο τρόπο, με τρόπο που φανερώνει [[πολυμάθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[παιδευτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[παιδεύω]])].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπαίδευτος Medium diacritics: εὐπαίδευτος Low diacritics: ευπαίδευτος Capitals: ΕΥΠΑΙΔΕΥΤΟΣ
Transliteration A: eupaídeutos Transliteration B: eupaideutos Transliteration C: efpaideftos Beta Code: eu)pai/deutos

English (LSJ)

ον,

   A well-educated, well-trained, Hp.Art.43, cf. E.Or.410; τῶν ἄλλων -ότατοι Phld.Piet.65; docile, of an elephant, Philostr.VA2.11; εὐπαίδευτόν ἐστι it is a thing easily learnt, c. inf., Hp.Art.1; εὐ. ἐπιστολή a scholarly letter, D.H.Pomp.1.1. Adv. -τως Aret.CD1.3: Comp. -ότερον Athenoclesap.Ath.5.177e.

German (Pape)

[Seite 1086] wohl erzogen, gebildet, gelehrt, Hippocr.; D. Hal. u. a. Sp., καὶ πολυμαθ ής Ath. IX, 379 d, öfter. – Auch adv., Sp.; εὐπαιδευτότερον Ath. V, 177 e.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπαίδευτος: -ον, καλῶς πεπαιδευμένος, καλῶς ἠσκημένος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· εὐπαίδευτόν ἐστι, εἶναι ἔργον ἐμπείρου ἀνδρός, μετ’ ἀπαρ., αὐτόθι 780· ἐπιστολὴ εὐπαίδευτος, δεικνύουσα τὴν εὐπαιδευσίαν τοῦ γράψαντος αὐτήν, Διον. Ἁλ. πρὸς Γν. Πομπ. ἐν ἀρχῇ. - Ἐπίρρ. -τως, Συγκρ. -ότερον, Ἀθήν. 177Ε.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐπαίδευτος, -ον)
μορφωμένος, πολυμαθής
αρχ.
1. αυτός που δείχνει, που δηλώνει πολυμάθειαεὐπαίδευτος ἐπιστολή», Διον. Αλ.)
2. φρ. «εὐπαίδευτόν ἐστι» — είναι έργο μορφωμένου ανθρώπου.
επίρρ...
ευπαιδεύτως (Α εὐπαιδεύτως)
με ευπαίδευτο τρόπο, με τρόπο που φανερώνει πολυμάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παιδευτός (< παιδεύω)].