εὐπροσηγορία: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />affabilité.<br />'''Étymologie:''' [[εὐπροσήγορος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />affabilité.<br />'''Étymologie:''' [[εὐπροσήγορος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐπροσηγορία]]) [[ευπροσήγορος]]<br />η [[προσήνεια]], η [[καταδεκτικότητα]].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπροσηγορία Medium diacritics: εὐπροσηγορία Low diacritics: ευπροσηγορία Capitals: ΕΥΠΡΟΣΗΓΟΡΙΑ
Transliteration A: euprosēgoría Transliteration B: euprosēgoria Transliteration C: efprosigoria Beta Code: eu)proshgori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A affability, Isoc.1.20.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπροσηγορία: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ εὐπροσήγορος, Ἰσοκρ. 6Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
affabilité.
Étymologie: εὐπροσήγορος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐπροσηγορία) ευπροσήγορος
η προσήνεια, η καταδεκτικότητα.