ἐφευρετικός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(b)
(15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1116.png Seite 1116]] ή, όν, erfinderisch, Schol. Od. 1, 349.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1116.png Seite 1116]] ή, όν, erfinderisch, Schol. Od. 1, 349.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐφευρετικός]], -ή, -όν) [[εφευρέτης]]<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να εφευρίσκει, ο [[επινοητικός]], ο [[ευρεσίτεχνος]].
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφευρετικός Medium diacritics: ἐφευρετικός Low diacritics: εφευρετικός Capitals: ΕΦΕΥΡΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epheuretikós Transliteration B: epheuretikos Transliteration C: efevretikos Beta Code: e)feuretiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inventive, Sch. Od.1.349.

German (Pape)

[Seite 1116] ή, όν, erfinderisch, Schol. Od. 1, 349.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐφευρετικός, -ή, -όν) εφευρέτης
αυτός που έχει την ικανότητα να εφευρίσκει, ο επινοητικός, ο ευρεσίτεχνος.