εὐχαίτης: Difference between revisions

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> à la belle <i>ou</i> épaisse chevelure;<br /><b>2</b> au feuillage touffu ; boisé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[χαίτη]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> à la belle <i>ou</i> épaisse chevelure;<br /><b>2</b> au feuillage touffu ; boisé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[χαίτη]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐχαίτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (για άλογα) αυτός που έχει ωραία [[χαίτη]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει ωραία μαλλιά («πρὸς εὐχαίτεω Γανυμήδεος», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>3.</b> ως επίθ. του Διονύσου και του Άδη<br /><b>4.</b> <b>συνεκδ.</b> (για δένδρα ή φυτά) αυτός που έχει [[ωραίο]] [[φύλλωμα]], ο [[βαθύσκιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[χαίτη]].
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχαίτης Medium diacritics: εὐχαίτης Low diacritics: ευχαίτης Capitals: ΕΥΧΑΙΤΗΣ
Transliteration A: euchaítēs Transliteration B: euchaitēs Transliteration C: efchaitis Beta Code: eu)xai/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A with beautiful hair, Γανυμήδης Call.Epigr.53; epith. of Hades, Ath.Mitt.24.257 (Thrace); ofhorses, with beautiful mane, Poll. 5.83; of plants, with beautiful leaves, λωτός AP4.1.51 (Mel.); κισσός ib.9.669 (Marian.): also εὔχαιτος, ον, σώματα Herm. ap. Stob.1.49.60.

German (Pape)

[Seite 1108] ὁ, mit schönem, langem Haare, Ganymedes, Callim. 9, 56; Dionysus, Gaetul. 9 (IX, 409), wie Himer. or. 21, 8 u. Hymn. in Dion. (IX, 524); auch κισσός, Marian. Schol. 3 (IX, 669), schönrankig, wie λωτός, schönlaubig, Mel. 1, 51 (IV, 1).

Greek (Liddell-Scott)

εὐχαίτης: -ου, ὁ ἔχων ὡραίαν κόμην, Καλλ. Ἐπιγράμ. 56· ἔχων ὡραίαν χαίτην, Πολυδ. Ε΄, 83· ἔχων ὡραῖα φύλλα, Ἀνθ. Π. 4. 1, 51., 9. 669.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 à la belle ou épaisse chevelure;
2 au feuillage touffu ; boisé.
Étymologie: εὖ, χαίτη.

Greek Monolingual

εὐχαίτης, ὁ (Α)
1. (για άλογα) αυτός που έχει ωραία χαίτη
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ωραία μαλλιά («πρὸς εὐχαίτεω Γανυμήδεος», Καλλ.)
3. ως επίθ. του Διονύσου και του Άδη
4. συνεκδ. (για δένδρα ή φυτά) αυτός που έχει ωραίο φύλλωμα, ο βαθύσκιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαίτη.