ζαλόεις: Difference between revisions

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
(6_8)
(16)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζᾰλόεις''': εσσα, εν, τρικυμιώδης, [[πλήρης]] σάλου, Σχόλ. Νικ. Θ. 252.
|lstext='''ζᾰλόεις''': εσσα, εν, τρικυμιώδης, [[πλήρης]] σάλου, Σχόλ. Νικ. Θ. 252.
}}
{{grml
|mltxt=[[ζαλόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />[[γεμάτος]] σάλο, [[τρικυμιώδης]], [[θυελλώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζάλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>οεις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αστερ</i>-<i>όεις</i>, <i>κυματ</i>-<i>όεις</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1136] εσσα, εν, dasselbe, Schol. Nic. Th. 251.

Greek (Liddell-Scott)

ζᾰλόεις: εσσα, εν, τρικυμιώδης, πλήρης σάλου, Σχόλ. Νικ. Θ. 252.

Greek Monolingual

ζαλόεις, -εσσα, -εν (Α)
γεμάτος σάλο, τρικυμιώδης, θυελλώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλη + κατάλ. -οεις (πρβλ. αστερ-όεις, κυματ-όεις)].