ζωνιοπλόκος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζωνιοπλόκος''': -ον, πλέκων ἢ κεντῶν καὶ διαποικίλλων ζώνας, Θωμ. Μ. 413. | |lstext='''ζωνιοπλόκος''': -ον, πλέκων ἢ κεντῶν καὶ διαποικίλλων ζώνας, Θωμ. Μ. 413. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ζωνιοπλόκος]], -ον (Μ)<br />αυτός που πλέκει ή κεντά και στολίζει ζώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζώνιον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πλοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δολο</i>-[[πλόκος]], <i>στιχο</i>-[[πλόκος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A plaiting or embroidering girdles, Thom.Mag. p.168 R.
German (Pape)
[Seite 1143] Frauengürtel flechtend, Th. Mag.
Greek (Liddell-Scott)
ζωνιοπλόκος: -ον, πλέκων ἢ κεντῶν καὶ διαποικίλλων ζώνας, Θωμ. Μ. 413.
Greek Monolingual
ζωνιοπλόκος, -ον (Μ)
αυτός που πλέκει ή κεντά και στολίζει ζώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζώνιον + -πλοκος (< πλέκω), πρβλ. δολο-πλόκος, στιχο-πλόκος.