ἡδύβιος: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
(6_18)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡδύβιος''': -ον, ὁ ἡδύνων, γλυκαίνων τὸν βίον, τὰ ἡδ… [[ὄνομα]] πλακούντων τινῶν, Χρύσιππ. Τυαν. (Ἀθην. 647C). II. ζῶν [[ἡδέως]], Πρόκλ. Πτολ. σ. 230.
|lstext='''ἡδύβιος''': -ον, ὁ ἡδύνων, γλυκαίνων τὸν βίον, τὰ ἡδ… [[ὄνομα]] πλακούντων τινῶν, Χρύσιππ. Τυαν. (Ἀθην. 647C). II. ζῶν [[ἡδέως]], Πρόκλ. Πτολ. σ. 230.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ἡδύβιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ηδύβιος]]<br />[[γένος]] μικρών κολεόπτερων εντόμων που ζουν στα [[ξερά]] ξύλα, αλλ. ηδοβία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γλυκαίνει τη ζωή, [[γλυκός]], [[ευχάριστος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἡδύβια</i><br />[[ονομασία]] ορισμένων γλυκισμάτων ή πλακούντων<br /><b>3.</b> αυτός που ζει ευχάριστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδύ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αμφί]]-<i>βιος</i>, <i>υδρό</i>-<i>βιος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδύβῐος Medium diacritics: ἡδύβιος Low diacritics: ηδύβιος Capitals: ΗΔΥΒΙΟΣ
Transliteration A: hēdýbios Transliteration B: hēdybios Transliteration C: idyvios Beta Code: h(du/bios

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A sweetening life: τὰ ἡ. a name of certain cakes, Chrysipp.Tyan. ap. Ath.14.647c.    II living pleasantly, Ptol.Tetr. 162, Vett. Val.18.29, Sch.Ar.V.504.

German (Pape)

[Seite 1153] angenehm lebend, Sp.; – ἡδύβια, τά, eine Art Kuchen (lebenversüßend), Ath. XIV, 647 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδύβιος: -ον, ὁ ἡδύνων, γλυκαίνων τὸν βίον, τὰ ἡδ… ὄνομα πλακούντων τινῶν, Χρύσιππ. Τυαν. (Ἀθην. 647C). II. ζῶν ἡδέως, Πρόκλ. Πτολ. σ. 230.

Greek Monolingual

-ο (Α ἡδύβιος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ηδύβιος
γένος μικρών κολεόπτερων εντόμων που ζουν στα ξερά ξύλα, αλλ. ηδοβία
αρχ.
1. αυτός που γλυκαίνει τη ζωή, γλυκός, ευχάριστος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἡδύβια
ονομασία ορισμένων γλυκισμάτων ή πλακούντων
3. αυτός που ζει ευχάριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδύ- + -βιος (< βίος), πρβλ. αμφί-βιος, υδρό-βιος].