ἠερόφωνος: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(Autenrieth) |
(16) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[loud]]-voiced; (if [[from]] [[ἀείρω]]) ‘[[raising]] the [[voice]],’ (if [[from]] άήρ) ‘[[sending]] the [[voice]] [[abroad]].’ | |auten=[[loud]]-voiced; (if [[from]] [[ἀείρω]]) ‘[[raising]] the [[voice]],’ (if [[from]] άήρ) ‘[[sending]] the [[voice]] [[abroad]].’ | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἠερόφωνος]], -ον (Α)<br />αυτός πού ηχεί διά μέσου του αέρα, αυτός που έχει δυνατή [[φωνή]], ο [[μεγαλόφωνος]] («ἠερόφωνοι κήρυκες», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φωνή]]. Το α' συνθετικό μπορεί να αναχθεί [[είτε]] στο <i>αήρ</i> (ιων. γεν. <i>ηέρ</i>-<i>ος</i>), [[οπότε]] η [[σημασία]] [[είναι]] «αυτός του οποίου η [[φωνή]] αντηχεί στον αέρα (ή στην [[ομίχλη]])» [[είτε]] στα <i>ήρι</i> «[[νωρίς]] το [[πρωί]]», [[ηέριος]] «[[πρωινός]]» [[οπότε]] η [[σημασία]] [[είναι]] «αυτός που φωνάζει την [[αυγή]]». Και οι δύο σημασίες ταιριάζουν απόλυτα με τα ουσιαστικά που προσδιορίζονται από το επίθ. [[ηερόφωνος]]. Έτσι, <i>κηρύκων ηεροφώνων</i> μπορεί να δηλώνει [[είτε]] τους κήρυκες με τη [[φωνή]] που αντηχεί στον αέρα [[είτε]] τους κήρυκες που συγκαλούν την [[αυγή]] τις συγκεντρώσεις του λαού. Ομοίως, <i>γερανών ηεροφώνων</i> μπορεί να δηλώνει [[είτε]] τους γερανούς που πετώντας γεμίζουν τον αέρα με τις φωνές τους [[είτε]] τους γερανούς που χαιρετίζουν με φωνές την [[αυγή]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A sounding through air, loud-voiced, κήρυκες Il.18.505 (s.v.l., ἱεροφώνων cj. Ahrens); γέρανοι Opp.H.1.621.
German (Pape)
[Seite 1156] die Luft durchtönend, laut rufend; κήρυκες, Il. 18, 505; γέρανοι, Opp. Hal. 1, 620, Schol. ἐν τῷ ἀέρι φωνοῦσαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἠερόφωνος: -ον, ἠχῶν διὰ μέσου τοῦ ἀέρος, μεγαλόφωνος, ἰσχυρὰν ἔχων φωνήν, κήρυκες Ἰλ. Σ. 505· γέρανοι Ὀρφ. Ὕμν. 1. 621.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui résonne dans les airs, sonore.
Étymologie: ἀήρ, φωνή.
English (Autenrieth)
loud-voiced; (if from ἀείρω) ‘raising the voice,’ (if from άήρ) ‘sending the voice abroad.’
Greek Monolingual
ἠερόφωνος, -ον (Α)
αυτός πού ηχεί διά μέσου του αέρα, αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο μεγαλόφωνος («ἠερόφωνοι κήρυκες», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο- + φωνή. Το α' συνθετικό μπορεί να αναχθεί είτε στο αήρ (ιων. γεν. ηέρ-ος), οπότε η σημασία είναι «αυτός του οποίου η φωνή αντηχεί στον αέρα (ή στην ομίχλη)» είτε στα ήρι «νωρίς το πρωί», ηέριος «πρωινός» οπότε η σημασία είναι «αυτός που φωνάζει την αυγή». Και οι δύο σημασίες ταιριάζουν απόλυτα με τα ουσιαστικά που προσδιορίζονται από το επίθ. ηερόφωνος. Έτσι, κηρύκων ηεροφώνων μπορεί να δηλώνει είτε τους κήρυκες με τη φωνή που αντηχεί στον αέρα είτε τους κήρυκες που συγκαλούν την αυγή τις συγκεντρώσεις του λαού. Ομοίως, γερανών ηεροφώνων μπορεί να δηλώνει είτε τους γερανούς που πετώντας γεμίζουν τον αέρα με τις φωνές τους είτε τους γερανούς που χαιρετίζουν με φωνές την αυγή].