ἡνιοχευτικός: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(6_10) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡνιοχευτικός''': ἡ, όν, = [[ἡνιοχικός]], Σχόλ. Πινδ. Ο. 10. 83. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐτ. Γουδ. 672. | |lstext='''ἡνιοχευτικός''': ἡ, όν, = [[ἡνιοχικός]], Σχόλ. Πινδ. Ο. 10. 83. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐτ. Γουδ. 672. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡνιοχευτικός]], -ή, -όν (Α) [[ηνιοχεύω]]<br />[[ηνιοχικός]] («ἡνιοχευτική [[ἀρετή]]», Σχόλ. στον <b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡνιοχευτικῶς</i><br />με ηνιοχευτικό τρόπο. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,= ἡνιοχικός, ἀρετή Sch.Pi.O.10(11).83. Adv.
A -κῶς Et.Gud. 672.29.
German (Pape)
[Seite 1172] ή, όν, das Wagenlenken betreffend, τέχνη Schol. Pind. Ol. 10, 83.
Greek (Liddell-Scott)
ἡνιοχευτικός: ἡ, όν, = ἡνιοχικός, Σχόλ. Πινδ. Ο. 10. 83. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐτ. Γουδ. 672.
Greek Monolingual
ἡνιοχευτικός, -ή, -όν (Α) ηνιοχεύω
ηνιοχικός («ἡνιοχευτική ἀρετή», Σχόλ. στον Πίνδ.).
επίρρ...
ἡνιοχευτικῶς
με ηνιοχευτικό τρόπο.