ἡμισαπής: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6_7)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμισᾰπής''': -ές, (σήπομαι) κατὰ τὸ ἥμισυ σεσηπώς, Ἰππ. 461. 11. Γαλήν.
|lstext='''ἡμισᾰπής''': -ές, (σήπομαι) κατὰ τὸ ἥμισυ σεσηπώς, Ἰππ. 461. 11. Γαλήν.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμισαπής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει σαπίσει [[κατά]] το ήμισυ, ο μισοσαπισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σαπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σήπομαι]] «[[σαπίζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ακρο</i>-<i>σαπής</i>, <i>α</i>-<i>σαπής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμισᾰπής Medium diacritics: ἡμισαπής Low diacritics: ημισαπής Capitals: ΗΜΙΣΑΠΗΣ
Transliteration A: hēmisapḗs Transliteration B: hēmisapēs Transliteration C: imisapis Beta Code: h(misaph/s

English (LSJ)

ές, (σήπομαι)

   A half-putrid, Hp.Morb.1.31, Gal.7.301, al.

German (Pape)

[Seite 1170] ές, halb verfault, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμισᾰπής: -ές, (σήπομαι) κατὰ τὸ ἥμισυ σεσηπώς, Ἰππ. 461. 11. Γαλήν.

Greek Monolingual

ἡμισαπής, -ές (Α)
αυτός που έχει σαπίσει κατά το ήμισυ, ο μισοσαπισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -σαπής (< σήπομαι «σαπίζω»), πρβλ. ακρο-σαπής, α-σαπής].