θαλασσόβιος: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
(6_17)
 
(16)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''θαλασσόβιος''': -ον, ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ ζῶν, ἰχθύες Κωνστ. Μανασσ. Χρ. σ. 22.
|lstext='''θαλασσόβιος''': -ον, ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ ζῶν, ἰχθύες Κωνστ. Μανασσ. Χρ. σ. 22.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Μ [[θαλασσόβιος]], -ον)<br />αυτός που ζει στη [[θάλασσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εξασφαλίζει τα [[προς]] το ζην από τη [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> αυτός που αγαπά υπερβολικά τη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θαλασσο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> ([[βίος]])<br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>κοινό</i>-<i>βιος</i>, <i>νυκτό</i>-<i>βιος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

θαλασσόβιος: -ον, ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ ζῶν, ἰχθύες Κωνστ. Μανασσ. Χρ. σ. 22.

Greek Monolingual

-α, -ο (Μ θαλασσόβιος, -ον)
αυτός που ζει στη θάλασσα
νεοελλ.
1. αυτός που εξασφαλίζει τα προς το ζην από τη θάλασσα
2. αυτός που αγαπά υπερβολικά τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -βιος (βίος)
πρβλ. κοινό-βιος, νυκτό-βιος].