θηλύστολος: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
(6_16) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θηλύστολος''': -ον, ἐνδεδυμένος στολὴν γυναικείαν, τὸ θ., θηλυπρέπεια, Εὐστ. 10. 24. | |lstext='''θηλύστολος''': -ον, ἐνδεδυμένος στολὴν γυναικείαν, τὸ θ., θηλυπρέπεια, Εὐστ. 10. 24. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θηλύστολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[φορά]] γυναικεία ρούχα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ θηλύστολον</i><br />η [[θηλυπρέπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στολή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>έν</i>-<i>στολος</i>, <i>κυανό</i>-<i>στολος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A clad in women's clothes: τὸ θ. effeminacy, Id.10.24.
German (Pape)
[Seite 1208] in Weibertracht, Eust. 10, 24.
Greek (Liddell-Scott)
θηλύστολος: -ον, ἐνδεδυμένος στολὴν γυναικείαν, τὸ θ., θηλυπρέπεια, Εὐστ. 10. 24.
Greek Monolingual
θηλύστολος, -ον (Α)
1. αυτός που φορά γυναικεία ρούχα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηλύστολον
η θηλυπρέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -στολος (< στολή), πρβλ. έν-στολος, κυανό-στολος].