Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θωρακοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
(Bailly1_3)
(17)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte une cuirasse.<br />'''Étymologie:''' [[θώραξ]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui porte une cuirasse.<br />'''Étymologie:''' [[θώραξ]], [[φέρω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[θωρακοφόρος]] και ιων. τ. [[θωρηκοφόρος]], -ον)<br />αυτός που φέρει θώρακα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[θωρακοφόρος]]<br />[[στρατιώτης]] που ανήκε σε [[σώμα]] [[βαρέως]] οπλισμένων ιππέων στον παλαιό γαλλικό στρατό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[θωρακοφόρος]] και [[θωρηκοφόρος]]<br />[[στρατιώτης]] οπλισμένος με θώρακα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θώραξ]], -<i>κος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κανη</i>-[[φόρος]] κερδο</i>-[[φόρος]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θωρᾱκοφόρος Medium diacritics: θωρακοφόρος Low diacritics: θωρακοφόρος Capitals: ΘΩΡΑΚΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: thōrakophóros Transliteration B: thōrakophoros Transliteration C: thorakoforos Beta Code: qwrakofo/ros

English (LSJ)

Ion.</gram> θωρηκ-, ον,

   A wearing a breastplate, cuirassier, Hdt.7.89,92, 8.113, X. Cyr.5.3.36, Jul.Or.2.63c; τὸ θ. D.C.47.43.

German (Pape)

[Seite 1230] einen Brustharnisch, Panzer tragend, Xen. Cyr. 5, 3, 36; in ion. Form θωρηκοφόρος, Her. 7, 89. 8, 113.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte une cuirasse.
Étymologie: θώραξ, φέρω.

Greek Monolingual

-ο (Α θωρακοφόρος και ιων. τ. θωρηκοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει θώρακα
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο θωρακοφόρος
στρατιώτης που ανήκε σε σώμα βαρέως οπλισμένων ιππέων στον παλαιό γαλλικό στρατό
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. θωρακοφόρος και θωρηκοφόρος
στρατιώτης οπλισμένος με θώρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ, -κος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. κανη-φόρος κερδο
-φόρος.