θυρσαχθής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(17) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θυρσαχθής''': -ές, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, ὁ φέρων [[ἄχθος]] θύρσου, δηλ. ὁ φέρων θύρσον, Ὀρφ. Ὕμν. 44. 5· ὁ Ruhnk. προτιμᾷ θυρσεγχής, ἔχων ὡς [[δόρυ]] θύρσον. | |lstext='''θυρσαχθής''': -ές, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, ὁ φέρων [[ἄχθος]] θύρσου, δηλ. ὁ φέρων θύρσον, Ὀρφ. Ὕμν. 44. 5· ὁ Ruhnk. προτιμᾷ θυρσεγχής, ἔχων ὡς [[δόρυ]] θύρσον. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θυρσαχθής]], -ές (Α)<br />(πιθ. εσφ. ανάγν. [[αντί]] <i>θυρσεγχής</i>) (για τον Βάκχο) [[θυρσοφόρος]] ή αυτός που κρατάει και πάλλει τον θύρσο σαν [[δόρυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρσος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αχθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άχθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επ</i>-<i>αχθής</i>, <i>πολυ</i>-<i>αχθής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1227] ές, mit dem Thyrsus belastet, Thyrsus tragend, Orph. H. 44, 5, v. l. θυρσεχθής, Ruhnk. θυρσεγχής, mit dem Thyrsus wie mit einer Lanze bewaffnet.
Greek (Liddell-Scott)
θυρσαχθής: -ές, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, ὁ φέρων ἄχθος θύρσου, δηλ. ὁ φέρων θύρσον, Ὀρφ. Ὕμν. 44. 5· ὁ Ruhnk. προτιμᾷ θυρσεγχής, ἔχων ὡς δόρυ θύρσον.
Greek Monolingual
θυρσαχθής, -ές (Α)
(πιθ. εσφ. ανάγν. αντί θυρσεγχής) (για τον Βάκχο) θυρσοφόρος ή αυτός που κρατάει και πάλλει τον θύρσο σαν δόρυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -αχθής (< άχθος), πρβλ. επ-αχθής, πολυ-αχθής].