θυοσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genusNatur ist überlegen jedem Unterricht

Menander, Monostichoi, 213
(6_19)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θυοσκόπος''': -ου, ὁ, παρατηρῶν τὰ [[ἐντόσθια]], Ἡσύχ., Φώτ., διάφ. γρ. ἐν Εὐρ. Ρήσῳ 68. - καὶ οὐσιαστ. θυοσκοπία, ἡ, Ἰω, Λυδ. π. ἀρχ. τ. Ρωμ. πολ. ἐν προοιμίῳ.
|lstext='''θυοσκόπος''': -ου, ὁ, παρατηρῶν τὰ [[ἐντόσθια]], Ἡσύχ., Φώτ., διάφ. γρ. ἐν Εὐρ. Ρήσῳ 68. - καὶ οὐσιαστ. θυοσκοπία, ἡ, Ἰω, Λυδ. π. ἀρχ. τ. Ρωμ. πολ. ἐν προοιμίῳ.
}}
{{grml
|mltxt=[[θυοσκόπος]], ὁ (Α)<br />αυτός που μάντευε παρατηρώντας και μελετώντας τα [[εντόσθια]] τών σφαγίων, ο [[ιεροσκόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θυννο</i>-<i>σκόπος</i>, <i>κερδο</i>-<i>σκόπος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυοσκόπος Medium diacritics: θυοσκόπος Low diacritics: θυοσκόπος Capitals: ΘΥΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: thyoskópos Transliteration B: thyoskopos Transliteration C: thyoskopos Beta Code: quosko/pos

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A inspecting the entrails, Hsch., Phot., v.l. in E.Rh.68.

German (Pape)

[Seite 1226] ὁ, der aus den Opfern wahrsagt, Sp., als v. l. auch Eur. Rhes. 68.

Greek (Liddell-Scott)

θυοσκόπος: -ου, ὁ, παρατηρῶν τὰ ἐντόσθια, Ἡσύχ., Φώτ., διάφ. γρ. ἐν Εὐρ. Ρήσῳ 68. - καὶ οὐσιαστ. θυοσκοπία, ἡ, Ἰω, Λυδ. π. ἀρχ. τ. Ρωμ. πολ. ἐν προοιμίῳ.

Greek Monolingual

θυοσκόπος, ὁ (Α)
αυτός που μάντευε παρατηρώντας και μελετώντας τα εντόσθια τών σφαγίων, ο ιεροσκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + -σκόπος (< σκέπτομαι), πρβλ. θυννο-σκόπος, κερδο-σκόπος].