θηριομάχης: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
(6_19)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηριομάχης''': -ου, ὁ, ὁ μαχόμενος πρὸς ἄγρια θηρία, ἰδίως ἐν τῷ Ρωμ. ἀμφιθέατρῳ, Λατ. bestiarius, Διόδ. Ἐκλογ. 537.
|lstext='''θηριομάχης''': -ου, ὁ, ὁ μαχόμενος πρὸς ἄγρια θηρία, ἰδίως ἐν τῷ Ρωμ. ἀμφιθέατρῳ, Λατ. bestiarius, Διόδ. Ἐκλογ. 537.
}}
{{grml
|mltxt=[[θηριομάχης]], ὁ (Α)<br />αυτός που παλεύει με θηρία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πεζο</i>-<i>μάχης</i>, <i>φαλαγγο</i>-<i>μάχης</i>].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηριομάχης Medium diacritics: θηριομάχης Low diacritics: θηριομάχης Capitals: ΘΗΡΙΟΜΑΧΗΣ
Transliteration A: thēriomáchēs Transliteration B: thēriomachēs Transliteration C: thiriomachis Beta Code: qhrioma/xhs

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,

   A one who fights with beasts, D.S. 36.10.

German (Pape)

[Seite 1209] ὁ, = θηριομάχος, D. Sic. exc. p. 537, 44.

Greek (Liddell-Scott)

θηριομάχης: -ου, ὁ, ὁ μαχόμενος πρὸς ἄγρια θηρία, ἰδίως ἐν τῷ Ρωμ. ἀμφιθέατρῳ, Λατ. bestiarius, Διόδ. Ἐκλογ. 537.

Greek Monolingual

θηριομάχης, ὁ (Α)
αυτός που παλεύει με θηρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -μάχης (< μάχη), πρβλ. πεζο-μάχης, φαλαγγο-μάχης].