θωμίζω: Difference between revisions
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
(6_9) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θωμίζω''': ἢ -ίσσω, [[μαστίζω]], «δέρνω», [[νῶτον]] μάστιγι θωμιχθεὶς Ἀνακρ. 20. 10˙ - κατὰ τὸν Ἡσύχ., «θωμίσει˙ νύσσει. δεσμεύει». | |lstext='''θωμίζω''': ἢ -ίσσω, [[μαστίζω]], «δέρνω», [[νῶτον]] μάστιγι θωμιχθεὶς Ἀνακρ. 20. 10˙ - κατὰ τὸν Ἡσύχ., «θωμίσει˙ νύσσει. δεσμεύει». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θωμίζω]] και θωμίσσω (Α) [[θώμιγξ]]<br /><b>1.</b> [[μαστίζω]], [[δέρνω]] («[[νῶτον]] μάστιγι θωμιχθείς», Ανακρ.)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «θωμίσσει<br />νύσσει, δεσμεύει». | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
(also θῠωρ-ίσσω, Hsch.),
A whip, scourge, νῶτον μάστιγι θωμιχθείς Anacr.21.10, cf. EM459.54:—also, bind, Hsch., Suid.
German (Pape)
[Seite 1230] fut. θωμίξω, aor. p. θωμιχθεἶς μάστιγι, Anacr. 66 a, mit der Peitsche gegeißelt; Phot. lex. erkl. τῷ κέντρῳ ἐρεθίζειν, μαστίζειν. Rach Hesych. auch = binden, fesseln.
Greek (Liddell-Scott)
θωμίζω: ἢ -ίσσω, μαστίζω, «δέρνω», νῶτον μάστιγι θωμιχθεὶς Ἀνακρ. 20. 10˙ - κατὰ τὸν Ἡσύχ., «θωμίσει˙ νύσσει. δεσμεύει».
Greek Monolingual
θωμίζω και θωμίσσω (Α) θώμιγξ
1. μαστίζω, δέρνω («νῶτον μάστιγι θωμιχθείς», Ανακρ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «θωμίσσει
νύσσει, δεσμεύει».